Ο χειμώνας είχε φτάσει αθόρυβα. Έφερε μαζί του τη βροχή που απλωνόταν σαν πέπλο πάνω από την πόλη. Η Ερκυνα κυλούσε ήρεμα τα νερά της. Οι ρίζες των πλατανιών την αγκάλιαζαν σφιχτά σαν να ήθελαν να την προστατέψουν από το κρύο. Τα κλαδιά τους γυμνά, στολισμένα με σταγόνες βροχής έγερναν πάνω από το νερό, σε μια βαθιά υπόκλιση στην αέναη ομορφιά του τόπου και στην ιδέα της ομορφιάς εν γένει.
Ήταν η μέρα που έπεσαν τα φύλλα. Ένα χαλί από χρώματα, χρυσαφένια και σε όλες τις λεπτές γήινες αποχρώσεις του καφέ, σκέπαζε τρυφερά το πετρόστρωτο έδαφος. Ήταν σαν το φθινόπωρο να άφησε το τελευταίο του δώρο πριν αποχωρήσει κλείνοντας τον ενιαύσιο κύκλο του. Το νερό ψιθύριζε το αιώνιο τραγούδι του σε μια νέα ενορχήστρωση που τη χαρακτήριζε ένταση μαζί με εσωστρέφεια. Ο άνεμος έπαιζε απαλά με τη βροχή κι ο χρόνος έδειχνε στο τώρα να έχει σταματήσει.
Στο βάθος μια μικρή πέτρινη γέφυρα έστεκε σιωπηλή. Κουβαλούσε μνήμες από τόσους χειμώνες και τόσες γιορτές, που πρόθυμα τις ιστορεί σε όσους νιώθει ότι μπορούν να την αφουγκραστούν. Τα σπίτια γύρω έμοιαζαν να αναπνέουν την υγρασία της ώρας. Το λίγο φως που ξέφευγε μέσα από τα σύννεφα υποσχόταν ότι πλησίαζε η έλευση της γιορτής, η μαγεία των Χριστουγέννων.
Η φύση έφτιαχνε σιγά σιγά το σκηνικό της υποδοχής. Η εικόνα που παρέδιδε τώρα αν και σε εξέλιξη έμοιαζε ολοκληρωμένη. Οπως ταιριάζει στην αυθεντική ομορφιά που τίποτα δεν της λείπει και τίποτα δεν πλεονάζει και ντύνει με τη λάμψη της και τις πιο γυμνές στιγμές του χρόνου. Όταν τα φύλλα πέφτουν.