Τελευταία Νέα

Του Γεωργίου Κωτσίνη*

Θυμάμαι τα λόγια του μεγάλου συλλέκτη και ερευνητή Νίκου Διονυσόπουλου, ο οποίος μου είπε ότι ακόμη κι ένα μικρό αρχείο ή συλλογή κάποιου που ασχολείται με την παραδοσιακή μουσική θα μπορούσε να περιέχει σημαντικά, σπάνια και ανεκτίμητης αξίας κομμάτια, τα οποία θα τα «ζήλευε» και ο μεγαλύτερος συλλέκτης.

Γενικά αρχείο και ειδικότερα αρχείο με θέμα την παραδοσιακή μουσική θεωρείται το σύνολο των μαρτυριών και των ντοκουμέντων, ενώ η συλλογή αναφέρεται ως το αποτέλεσμα τεχνητής συγκέντρωσης του υλικού από έναν συλλέκτη, σύμφωνα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις, και έχει – όπως θα υποστηρίξουμε παρακάτω – διαστάσεις έργου τέχνης. Η συλλογή θα μπορούσε να είναι η απλή συσσώρευση ή και η αποθησαύριση του μουσικού υλικού, ωστόσο πολλές φορές πρόκειται για συνειδητή πράξη επιλογής και σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια, δηλαδή αφορά μια συστηματική και επιλεκτική συγκέντρωση «κομματιών», τα οποία διαθέτουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό και μέσα της καθρεπτίζεται μια σκοπιμότητα.

Τα κίνητρα που οδηγούν στη δημιουργία μιας συλλογής είναι καταρχήν η έφεση, η διάθεση και η ανάγκη για έρευνα και μελέτη. Ένα άλλο κίνητρο θα μπορούσε να είναι η οικονομική επένδυση, ιδιαίτερα αν ο ερευνητής είναι ταυτόχρονα και επαγγελματίας. Σημαντικό κίνητρο αποτελεί η συναισθηματική ανάγκη του συλλέκτη. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνει την αγάπη που έχει για τα αντικείμενα αυτά, καθώς τους αποδίδει συναισθηματική αξία. Έπειτα ο συλλέκτης συνήθως αποσκοπεί σε μια κοινωνική καταξίωση και κοινωνική άνοδο. Η ύπαρξη μιας οργανωμένης και σπάνιας συλλογής μπορεί να μη είναι αυτοσκοπός, αλλά να δρα καταλυτικά ή να αποτελεί πόλο έλξης, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επαφές και άλλες λειτουργίες. Με όποια οπτική γωνία και να κοιτάξουμε, συμπεραίνουμε ότι τα «κομμάτια» – τμήματα μιας συλλογής εξασκούν μια ακαταμάχητη γοητεία και έλξη στον συλλέκτη, τα οποία αποτελούν την υλική αποτύπωση μιας άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς.

Αξίζει να σημειώσουμε και να ξεκαθαρίσουμε (αποσαφηνίσουμε), ότι οι παραδοσιακοί σκοποί μεταβιβάζονται προφορικά από γενιά σε γενιά, είναι συνυφασμένοι με την κοινωνία που τους δημιουργεί και απαιτούν τη συμμετοχή της κοινότητας. Το υλικό αυτό το διαμορφώνουν και το συντηρούν οι φορείς του, δηλαδή ο παραδοσιακός καλλιτέχνης και τα μέλη της κοινότητας. Ο παράγων λαϊκός καλλιτέχνης αποτελεί συντηρητική και ταυτόχρονα ανανεωτική δύναμη. Στο δημοτικό τραγούδι και στους σκοπούς δρουν συνεπικουρικά δύο αντίθετες και συμπληρωματικές δυνάμεις: από τη μια η παράδοση αντιτίθεται στο νεωτερικό και προσφέρει βασικά εκφραστικά μέσα και ιδεολογικά στερεότυπα, και από την άλλη, οι επιλογές του καλλιτέχνη αναδεικνύουν προβληματισμούς, προσδοκίες και ιδανικά της κοινότητας, ενώ αυτός σύμφωνα με την προσωπική του ερμηνεία και την έμπνευση της στιγμής φορτίζει συναισθηματικά την ατμόσφαιρα και σχολιάζει, εμπλουτίζοντας και ανανεώνοντας το παραδοσιακό τυπικό. Εκτός του υλικού και των φορέων του, παράμετροι είναι και ο κοινωνικός χώρος και η κοινωνική περίσταση.

Από άλλη σκοπιά, η επιστήμη, μέσα από μια καθολική εξέταση του δημοτικού τραγουδιού και των παραδοσιακών σκοπών, προσπαθεί να διακρίνει τη γλώσσα του λαού, την παράδοσή του, καθώς και την επίδραση του τοπίου (φυσικού περιβάλλοντος και κλίματος), κυρίως όμως γίνονται κατανοητές αντιλήψεις και σημασίες οι οποίες καθρεπτίζονται μέσα σε αυτά. Το «κομμάτι», το οποίο αποτελεί «μονάδα» σε μια συστηματική συλλογή μετατρέπεται από μεμονωμένη μαρτυρία και δεδομένο («κατάλοιπο») σε σταθερό τεκμήριο (αποδεικτικό στοιχείο, πειστήριο). Με αυτόν τον τρόπο αντλούνται από αυτό χρήσιμες πληροφορίες, δηλαδή μετατρέπεται σε πηγή πληροφοριών. Αυτές οι πληροφορίες με τη σειρά τους αποτελούν την προϋπόθεση για την παραγωγή γνώσης. Η αποθησαυρισμένη γνώση επισημαίνει τη συλλογική μνήμη, όταν αυτή παρουσιάζεται διαθλασμένη, λόγω της τοπικής και χρονικής απομάκρυνσης. Η επιστήμη προσπαθεί να εξηγήσει ορθολογικά το «γιατί», το νόημα (υλικό, συμβολικό και λειτουργικό) και τη σημασία, αλλά και εξετάζει το «πώς», δηλαδή τους κανόνες και τον τρόπο με τον οποίο κάθε «κομμάτι» λειτουργούσε, λειτουργεί ή δύναται να λειτουργήσει. Το «κομμάτι» στο αρχείο αποτελεί «σπόρο» και έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ξανά (είτε διαφοροποιημένο, αλλά με ίδιο τρόπο, είτε όμοιο, με διαφορετικό τρόπο).

Μ’ άλλα λόγια, τα προϊόντα καταγραφής, όταν τα αποκόβουμε από το περιβάλλον τους και το πλαίσιο όπου συντέθηκαν, συγκροτήθηκαν, λειτούργησαν και εξελίχθηκαν, βεβαίως και απονευρώνονται μερικώς, αλλά δεν πεθαίνουν. Ένα καταγεγραμμένο παραδοσιακό «μουσικό κομμάτι» ή ένας δίσκος που εκδόθηκε, δεν αποτελεί μόνο «φωτογραφικό» στιγμιότυπο του «τότε» και του «αλλού», όπου το «άυλο» μετατρέπεται, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, σε «υλικό». Όταν εργάζεται, με γνώση, έμπνευση και μεράκι, ένας συλλέκτης ή παραγωγός ή ερευνητής, δημιουργεί έργα τέχνης, τα οποία προορίζονται να εκτεθούν (σε έκθεση με μικρή ή μεγάλη εμβέλεια) σε ένα τεχνητό σύγχρονο και ταυτόχρονα ετεροτοπικό περιβάλλον. Κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με ένα έργο τέχνης, αυτό συμπεριφέρεται ως ζωντανός οργανισμός· έχει να μας «πει» πάντοτε διαφορετικά πράγματα και εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα, γιατί εμείς συνεχώς αλλάζουμε και εξελισσόμαστε (ίσως και εξ αιτίας του) σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο.

Τα «ερείπια του παρελθόντος» εγκλείουν διαχρονικά μηνύματα και νοήματα και αποτελούν διαχρονικά έργα τέχνης, ενώ παράλληλα μετασχηματίζονται σε επιστημονικά τεκμήρια (μαρτυρίες). Δηλαδή, τον νόημά τους μπορούμε να το αναζητήσουμε, τόσο μέσα στη σχέση τους με το πλαίσιο (κοινωνικό, ιστορικό, πολιτισμικό, πολιτικό κ.λπ.) στο οποίο ανήκουν, όσο και έξω από αυτό, στην ύπαρξή τους ως έργα τέχνης με αυτονομία στη μορφή και στο περιεχόμενό τους. Τα έργα αυτά με την υλική μορφή τους τα βρίσκουμε να κοσμούν δημόσιες ή ιδιωτικές συλλογές ή αποτελούν τμήματα αρχείων (σήμερα ψηφιοποιημένων αρχείων σε πανεπιστήμια, στο διαδίκτυο, στους δημόσιους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς φορείς κ.λπ.), είτε συνιστούν εμπορικά προϊόντα και διοχετεύονται στις αγορές, π.χ. οι συλλογές τραγουδιών σε δίσκους ή η χρήση στους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Προστατεύονται δε, μέσα σε ένα νομικό και δεοντολογικό πλαίσιο.

Σήμερα, μέσα από τη διαδρομή της εκπαίδευσης, της καλλιέργειας, της παραγωγής μουσικού υλικού και της διαδικασίας εκτέλεσης και επιτέλεσης, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική (συλλέκτες, ερευνητές, καλλιτέχνες κ.λπ.) έχουν στην κατοχή τους κάποιο είδος αρχείου (συστηματικό ή όχι), το οποίο περιέχει συλλογές (συστηματικές ή όχι). Οι συλλογές αυτές στηρίζονται στην καλλιέργεια και τις οικονομικές δυνατότητες του εκάστοτε συλλέκτη, ενώ μέσα τους καθρεφτίζονται οι προσωπικές επιδιώξεις και η παιδεία του. Ωστόσο, ζήτημα με ηθικές προεκτάσεις αποτελεί, τόσο η διάρκεια ύπαρξης και η μονιμότητα αυτών των συλλογών (σε σχέση με την οργάνωση και τη μέριμνα για το υλικό), όσο και η έκθεσή τους στην επιστημονική και στην καλλιτεχνική κοινότητα και προπαντός στο ευρύ κοινό, με σκοπό τη διάδοση της γνώσης, την πνευματική καλλιέργεια και την ψυχαγωγία. Τα «ερείπια του παρελθόντος» είναι θαυμαστά και επίκαιρα, γιατί αναλαμβάνουν τον ρόλο που είχαν και τότε: να προκαλούν συν-κίνηση καθοδηγούμενα από τα ένστικτα, τη φαντασία, το συναίσθημα και το πνεύμα.

Το υλικό έργο τέχνης δεν επικρατεί έναντι του νοήματος που εκπέμπει. Μ’ άλλα λόγια, μέσα στη συλλογή – αντικείμενο καθρεπτίζεται η καλλιέργεια και οι προθέσεις του συλλέκτη – υποκειμένου.

*Ο κ. Γεώργιος Κωτσίνης είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Τομέα Παραδοσιακής Μουσικής στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο