του Δημήτρη Λάμπρου
Στις 24 Νοεμβρίου του 1902, ορκίστηκε ενώπιον του Γεωργίου του Α’ η νέα κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, η οποία προέκυψε από τις εκλογές που είχαν διεξαχθεί μια εβδομάδα νωρίτερα. Ακόμα δεν είχαν κατασιγάσει τα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει με αφορμή τα αποτελέσματα των εκλογών αλλά με αιτία την πολιτική κρίση, η οποία ταλάνιζε την Ελλάδα εννιά χρόνια μετά τη χρεοκοπία του 1893, πέντε χρόνια μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και τέσσερα μετά την εγκατάσταση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Αθήνα -για την εξασφάλιση των δανειστών.
Οι εκτεταμένες ταραχές του Νοεμβρίου του 1902 έμειναν στην ελληνική ιστορία με το όνομα «Τα σανιδικά» που έλαβαν από τις τάβλες τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι διαδηλωτές για να επιτεθούν στις δυνάμεις της τάξης. Αφορμή για τις καθημερινές βίαιες διαδηλώσεις, τις επιθέσεις σε γραφεία εφημερίδων και οικίες πολιτικών υπήρξε η άρνηση του Γεωργίου του Α’ να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του Εθνικού Κόμματος Θεόδωρο Δηλιγιάννη.
Καθώς Δηλιγιάννης και Θεοτόκης είχαν περίπου ίδιο αριθμό βουλευτών, ο βασιλιάς επιθυμούσε την ανάδειξη υπηρεσιακής κυβέρνησης μετά την παραίτηση του ηττημένου πρωθυπουργού Ζαΐμη. Το γεγονός εξόργισε τους οπαδούς του Δηλιγιάννη – ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων και κάθε κυβέρνηση έδιωχνε τους προηγούμενους για να διορίσει τους δικούς της.
Στην επαρχία τα πράγματα ήταν αμφίρροπα αλλά η νίκη των δηλιγιαννικών του Εθνικού Κόμματος ήταν συντριπτική στην Αττική κερδίζοντας και τις δεκατρείς έδρες. Έτσι το πρωί της 19ης Νοεμβρίου οι οπαδοί του Δηλιγιάννη συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα στο κέντρο της Αθήνας για να διαμαρτυρηθούν για την παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Και το ίδιο απόγευμα φωνάζοντας «κάτω οι δολοφόνοι» πήραν σανίδες/τάβλες από την ανεγειρόμενη οικοδομή Καλαμάρη στην οδό Σταδίου για να αμυνθούν εναντίον του Ιππικού, το οποίο προσπάθησε να τους διαλύσει έξω από το σπίτι του αντιπάλου του Δηλιγιάννη και αρχηγού του Νεωτερικού Κόμματος Γ. Θεοτόκη.
Στη βοιωτική διάσταση αυτές οι εκλογές ήταν εξίσου σκληρές, αν και η επικράτηση στη Θήβα των τριών δηλιγιαννικών υποψηφίων Δαούτη, Μπέλλου και Κόλλια υπήρξε αναμφισβήτητη. Στη Λιβαδειά η διαπάλη ήταν κρίσιμη, αφού ναι μεν το πολιτικό ρεύμα ήταν υπέρ του Δηλιγιάννη και του κραταιού υποψηφίου του, Ιωάννη Λάππα, αλλά οι θεοτοκικοί στηρίζονταν στο πανίσχυρο επί τριάντα χρόνια κόμμα, όπως το έλεγαν τότε, που είχε δημιουργήσει στην επαρχία μας ο πολιτευτής (διατελέσας πρόεδρος της Βουλής και υπουργός) Νικόλαος Μπουφίδης.
Σύμφωνα με τα παραδιδόμενα από τους οπαδούς του τελευταίου, ο Λάππας ήταν αποφασισμένος όχι μόνο να εκλεγεί, αλλά να νικήσει και αν ήταν δυνατόν να αφήσει εκτός Βουλής τον Μπουφίδη. Και γι’ αυτό φημολογείται ότι ξόδεψε περισσότερες από εκατό χιλιάδες δραχμές – ποσό τεράστιο για την εποχή.
Τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όμως σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Λάππα. Το πλέγμα των σχέσεων και των διασυνδέσεων αλλά και η προσφορά για μια τριακονταετία του Μπουφίδη στην εκπροσώπηση των Λεβαδέων του επέτρεψαν μια άνετη επανεκλογή με διατήρηση των δυνάμεών του παρά την ανισότητα των όπλων. Μάλιστα στα πρώτα αποτελέσματα, ο Μπουφίδης ήταν μπροστά ως εξής:
Δήμος Ορχομενίων: Λάππας 218, Λαπουσιάδης 398, Μπουφίδης 419, Παπασταθόπουλος 216.
Δήμος Λεβαδέων: Λάππας 941, Λαπουσιάδης 783, Μπουφίδης 983, Παπασταθόπουλος 697.
Οι οπαδοί του Μπουφίδη και οι εφημερίδες που πρόσκειντο στο κόμμα του Θεοτόκη κατηγόρησαν τον Λάππα για δωροδοκίες ψηφοφόρων. Ένας από αυτούς ο Γιώργος Μπαϊρακτάρης -που έμενε νομίζω στην Ωρα- απέστειλε τηλεγράφημα στον απερχόμενο πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη:
«Ο επιφανής πολιτευτής Λεβαδείας κ. Μπουφίδης αγωνισθείς κατά των ηνωμένων δηλιγιαννικών Λάππα και Παπασταθοπούλου υποστηριζομένων εκθύμως υπό των δημάρχων Λεβαδέων, Αραχώβης, Διστομίων, Χαιρωνείας και Πέτρας και της Κυβερνήσεως δαπανησάντων δε υπέρ τας εκατό χιλιάδας δραχμών προς εξώνησιν ενίκησε πλειονοψηφήσας κατά τριακοσίας ψήφους».
Υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα ανέκδοτα που αξίζει να αναφερθούν τόσο για την προεκλογική όσο και για τη μετεκλογική συμπεριφορά των πολιτών της επαρχίας Λιβαδειάς στις κρίσιμες και επεισοδιακές αυτές εκλογές. Όταν έγινε γνωστή η εκλογή του Μπουφίδη, οι οπαδοί του διοργάνωσαν λαμπαδηφορία που περιήλθε τις κεντρικές οδούς της πόλης. Κρατούσαν όλοι στο ένα χέρι ένα κομμάτι ψωμί και στο άλλο ένα πράσο τραγουδώντας σατιρικά άσματα των οποίων επωδός ήταν το εξής καλογραμμένο:
«Κάτω κάτω οι ταλαράδες
‘μεις δεν θέλουμε παράδες
πράσο και ψωμί θα φάμε
μα στον Λάππα δε θα πάμε.
Ξυπνάτε μ’ ενθουσιασμό
με την τιμή στολίδι
μαυρίσατε τον ταλαρά
και άσπρο του Μπουφίδη.
Τρώμε πράσο και ψωμί
για να έχωμε τιμή».
Στην προεκλογική περίοδο ο Μπουφίδης φέρεται να σχεδίασε μόνος του μια στρατηγική εναντίον όλων των άλλων υποψηφίων και αυτής της ίδιας της κυβέρνησης, η οποία είχε τρόπους να παρεμβαίνει στην εκλογική διαδικασία: στην προκειμένη περίσταση θεωρείται ότι ο αμφιρρέπων -ζαϊμικός ή δηλιγιαννικός- συνυποψήφιος βουλευτής Λεβαδείας Παπασταθόπουλος μέσω των φοροεισπρακτόρων και των «καταπιέσεών» τους (είσπραξη φόρων και προστίμων) και μόνο στον Δήμο Πέτρας αφαίρεσε εκατόν πενήντα ψήφους από τον Μπουφίδη.
Από την άλλη πλευρά, ο Λάππας είχε αποφασίσει να διαλύσει τον εκλογικό μηχανισμό του Μπουφίδη εξαγοράζοντας τους κυριότερους κομματάρχες του, αλλά ακόμα και τους κουμπάρους του. Στη χαριτωμένη της εκδοχή, η απόπειρα αυτή του Λάππα μεταφέρθηκε με μια ιστορία ανάμεσα στον Μπουφίδη κι έναν κουμπάρο του, που του είχε βαφτίσει όλα του τα παιδιά και ήταν τριάντα χρόνια άνθρωπός του. Ένα βράδυ εμφανίστηκε στο σπίτι του Μπουφίδη, τον ξεμονάχιασε και του είπε: «Ξέρεις, κουμπάρε, φεύγω απ’ το κόμμα». «Τι είν’ αυτά που λες;» του απάντησε ο Μπουφίδης. «Μπορώ να μάθω τον λόγο;»
«Κοίτα, κουμπάρε. Μου δίνουν χίλιες πεντακόσιες δραχμές κι εγώ είμαι ένας φτωχός άνθρωπος». Πραγματικά μετά από λίγες μέρες ο Λάππας επισκεπτόταν τους δήμους της περιοχής και περιέτρεχε τη Λιβαδειά με τον περιβόητο κουμπάρο στο πλάι του στο πολυτελές αμάξι του και οι άνθρωποί του έλεγαν στα καφενεία: «Δείτε, ακόμα κι οι κουμπάροι έφυγαν από τον Μπουφίδη».
Ένα άλλο ευφυές τέχνασμα που χρησιμοποίησε ο Μπουφίδης ήταν ότι είχε εκτυπώσει και δημοσιεύσει σε χαρτί μεγάλων διαστάσεων όλα τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα που είχε λάβει για την επιτυχία του στο ζήτημα της ίδρυσης των νέων πρωτοδικείων κι έτσι εμπόδισε πολλούς Λιβαδείτες που πριν τον συνέχαιραν να στραφούν φανερά εναντίον του κι άλλους πιο αγνούς να κάνουν μέρες να βγουν από το σπίτι τους –υπήρχε μια τσίπα τότε.
Τέλος, ο Μπουφίδης χρησιμοποίησε με δεξιοτεχνία και τον Τύπο σαν ένα είδος μπλόγκερ της εποχής. Για ένα μήνα εξέδωσε εφημερίδα με το όνομα «Λεβάδεια» χρησιμοποιώντας μόνο έναν υπάλληλο, στοιχειοθέτη που είχε και τον ρόλο του τυπογράφου. Ολόκληρο τον μήνα εκείνο η εφημερίδα του Μπουφίδη ασχολήθηκε με ένα μόνο θέμα: το της δωροδοκίας. Στα άρθρα του ο έμπειρος πολιτικός εξέταζε το ζήτημα από ηθική, από νομική και κυρίως από θρησκευτική βάση, με προφανή στόχο να περιορίσει τη δυνατότητα του Λάππα να εξαγοράζει ψηφοφόρους. Χαρακτηριστικό είναι ότι αντλούσε τα επιχειρήματά του από τους ψαλμούς του Δαυίδ και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε ήταν ότι είναι καταδικαστέοι οι δωροδόκοι αλλά προπάντων οι δωροδοκούμενοι, οι οποίοι κι αυτοί θα αντιμετωπίσουν τη θεϊκή τιμωρία.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο Γεώργιος ο Α’ έδωσε -μετά τα επεισόδια- την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη που ορκίστηκε στις 24 Νοεμβρίου 1902 και έμεινε στην εξουσία για λιγότερο από έναν χρόνο, μέχρι τις 14 Ιουνίου 1903. Την διαδέχτηκε κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη. Ο Ιωάννης Λάππας, ο σημαντικός Λιβαδείτης πολιτικός του Εθνικού Κόμματος, δεν υπουργοποιήθηκε παρότι φερόταν μεταξύ των επικρατεστέρων –μάλιστα πρότεινε για υπουργό τον Αντ. Ζυγομαλά διαψεύδοντας ότι είχε δυσαρεστηθεί από τον παραγκωνισμό του.
Την κυβέρνηση αποτελούσαν οι: Θεόδωρος Δηλιγιάννης πρωθυπουργός και υπουργός επί των Οικονομικών, προσωρινά δε επί της Δικαιοσύνης
Αλέξανδρος Σκουζές επί των Εξωτερικών
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης υπουργός επί της Εσωτερικών
Αλέξανδρος Ρώμας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Θ. Λιμπρίτης επί των Στρατιωτικών και προσωρινά επί των Ναυτικών
Πριν την παραίτησή της είχαν γίνει οι εξής αλλαγές στην κυβέρνηση
ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης είχε πάρει και τη θέση του υπουργού επί των Στρατιωτικών (είχε παραιτηθεί ο Θ. Λιμπρίτης)
ο Αντώνιος Ζυγομαλάς είχε λάβει τη θέση του υπουργού επί της Δικαιοσύνης
ο Κωνσταντίνος Καραπάνος είχε λάβει τη θέση του υπουργού επί των Ναυτικών
Τη νέα κυβέρνηση έσπευσε να συγχαρεί ο Δήμος Λεβαδέων –που όπως είδαμε είχε κάνει αγώνα υπέρ της- με τηλεγράφημα προς τον νέο πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη όπου εξέφραζε «άπειρα συγχαρητήρια και εγκαρδίους ευχάς όπως ο ύψιστος διαφυλάττει υμάς επί μακρόν προς εφαρμογήν εθνοσωτηρίου προγράμματος». Το τηλεγράφημα υπέγραφαν ο δήμαρχος Λεβαδέων Ν. Πανουργιάς και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Θ. Κατωγάς. Οι ευχές για τη διαφύλαξη της υγείας δεν ήταν χωρίς περιεχόμενο καθώς ο Δηλιγιάννης όταν ανελάμβανε για τέταρτη φορά την πρωθυπουργία ήταν ήδη 78 ετών και επιπλέον τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμένα. Αλλωστε ο ίδιος ο Δηλιγιάννης, ο Γέρος, όπως τον αποκαλούσαν με σεβασμό οι οπαδοί του δολοφονήθηκε ως πρωθυπουργός 3 χρόνια αργότερα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…