του Δημήτρη Λάμπρου
Η ρήση είναι γνωστή: Ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι. Ας μην είμαστε όμως κοινότοποι. Και πέρα από τους αριθμούς, ας δούμε την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Η ομιλία του πρωθυπουργού που εκφωνήθηκε χθες στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ τόνισε την οικονομική πρόοδο της Ελλάδας του 2024 σε σχέση με εκείνη του 2019, υπογραμμίζοντας τις προόδους που έχουν επιτευχθεί. Είναι τα πράγματα τόσο καλά; Όχι, η διατύπωση της υπερβολικά θετικής εικόνας είναι μονομερής και αγνοεί βασικά προβλήματα που παραμένουν. Η οικονομική ανάπτυξη παρουσιάστηκε ως συνεχής και απρόσκοπτη, χωρίς καμία αναφορά στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που επιδεινώνονται. Παρά το γεγονός ότι καταγράφηκε μια μείωση της ανεργίας, δεν έγινε καμία αναφορά στη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων, στη στασιμότητα των μισθών σε πολλούς κλάδους ή στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Η παρουσίαση της “εξόδου από την εντατική” αγνόησε εντελώς τις δυσκολίες που βιώνει η μεσαία τάξη, δημιουργώντας μια εικόνα απόλυτα αισιόδοξη που απέχει από την καθημερινή πραγματικότητα όσο ο μισθός του βουλευτή από τον αυξημένο βασικό μισθό στην εργασιακή ζούγκλα της Ελλάδας 2.0.
Αν και ο κ. Μητσοτάκης έκανε μια επιφανειακή αναγνώριση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία – όπως το υψηλό κόστος ενέργειας, το κόστος δανεισμού και η δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού – δεν επιχείρησε καν να προσφέρει σαφείς και ρεαλιστικές λύσεις. Περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές περί «τολμηρών μεταρρυθμίσεων» και «συνεργασίας», χωρίς όμως να προτείνει πρακτικές παρεμβάσεις.
Η ομιλία επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες επιχειρήσεις και τη συνεργασία τους με το κράτος. Θα πείτε, στον ΣΕΒ μιλούσε, τι περίμενες; Μα το πρόβλημα είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και που φαίνεται να αγνοούνται σχεδόν πλήρως. Δεν έγινε καμία αναφορά στα προβλήματα που αυτές αντιμετωπίζουν καθημερινά, όπως η έλλειψη πρόσβασης σε κεφάλαια, η υπερφορολόγηση και οι γραφειοκρατικοί φραγμοί που δυσχεραίνουν τη λειτουργία τους. Αντίθετα, η ομιλία προέβαλε μόνο τα φορολογικά κίνητρα που δίνονται στις επιχειρήσεις που επενδύουν σε καινοτομία και εξωστρέφεια, θεωρητικά κίνητρα βέβαια που παραβλέπουν το γεγονός ότι για τις μικρές επιχειρήσεις τέτοιου είδους μέτρα είναι δύσκολα προσεγγίσιμα.
Στο μεγάλο θέμα της άνισης κατανομής της ανάπτυξης, ο κ. Μητσοτάκης αναγνώρισε ότι «δεν υπάρχει ακμαία οικονομία χωρίς συνεκτική κοινωνία» και έκανε αναφορές στην ανάγκη αύξησης των μισθών και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτή δεν συνοδεύτηκε από σαφή δέσμευση ή συγκεκριμένα μέτρα για το πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Δεν πρότεινε μια συνεκτική πολιτική για τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, πέρα από τις αφηρημένες ιδέες περί «καλύτερων μισθών» και «συμμετοχής των εργαζομένων στην πρόοδο των επιχειρήσεων». Εδώ, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προτείνει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες λειτουργούν εξισορροπητικά στην τάση συσσώρευσης υπερκερδών από την πλευρά της εργοδοσίας. Η γενικόλογη ρητορική γύρω από την κοινωνική συνοχή, χωρίς συγκεκριμένα βήματα και πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, φανερώνει την απουσία μιας σοβαρής στρατηγικής για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και τη μείωση των ανισοτήτων. Και μοιάζει περισσότερο με ηθική παραίνεση (ταπ ταπ στον ώμο) προς τις επιχειρήσεις και όχι με πολιτική κατεύθυνση που προλαμβάνει τις αναπόφευκτες κοινωνικές εντάσεις.
Εντάσεις που θα απειλήσουν το ατού του κ. Μητσοτάκη: την «πολιτική σταθερότητα», την οποία ο πρωθυπουργός ανέδειξε ως το σημαντικότερο εθνικό πλεονέκτημα, ως δεδομένο και θεμελιώδες στοιχείο της επενδυτικής ασφάλειας. Ωστόσο, η αναφορά αυτή είναι υπερβολικά εφησυχαστική. Η τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με κοινωνικές, πολιτικές και διεθνείς περιπλοκές, τη γενικευμένη απογοήτευση και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών, υποδηλώνει ότι η πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Παράλληλα, η επιμονή στην πολιτική σταθερότητα χωρίς αναφορά στις αιτίες της ενδεχόμενης κοινωνικής αναταραχής (όπως η ανεργία, η ακρίβεια και οι χαμηλοί μισθοί) αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που διαφαίνονται στο μέλλον.
Η ομιλία του πρωθυπουργού στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ συνιστά μια απόδειξη ότι με αφορισμούς δεν μπορεί κανείς να προσφέρει ένα πραγματικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας. Το πιο προβληματικό στοιχείο είναι η επιφανειακή και μονοδιάστατη προσέγγιση στα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τα προβλήματα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Αντί ο κ. Μητσοτάκης να εστιάζει σε πρακτικές λύσεις και συγκεκριμένα μέτρα, αρκέστηκε -όχι μόνο στον ΣΕΒ- να παρουσιάζει έναν υπερβολικά θετικό απολογισμό των επιτευγμάτων της κυβέρνησης, παραβλέποντας τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της αγοράς.