Του Γεωργίου Κωτσίνη*
Κάποιοι μουσικοί στο διάλειμμα μιας πρόβας, ρώτησαν τον Γιώργο Κόρο: «Κύριε Γιώργο, αν ερχόταν ένας ξένος και σου ζητούσε να του παίξεις κάτι, τι θα του έπαιζες;». Ο Κόρος ρώτησε διευκρινιστικά και με πολλά υπονοούμενα, με το πηγαίο χιούμορ που τον διέκρινε: «Τι ξένος; Πελάτης;». Κάποιος μουσικός προσπάθησε να θέσει πιο συγκεκριμένα το ερώτημα: «Ε ναι! Ένας που θα ήθελε να πρωτοακούσει κάτι, από το καλύτερο βιολί της Ελλάδας». Και ο Κόρος αποστομωτικά απάντησε: «ό,τι και να του παίξω χαμένο θα πάει!»
Σε ό,τι αφορά την παραδοσιακή μουσική, έχει χρησιμοποιηθεί πολύ μελάνι στην προσπάθεια, πρώτον, να περιγραφεί η όψη μιας διαρκώς εξελισσόμενης κατάστασης, δηλαδή μιας μουσικής πραγματικότητας με δυναμική, η οποία δεν μένει ποτέ στάσιμη, αλλά διαφοροποιείται συνεχώς, και δεύτερον, να αναζητηθούν οι ισχυρές δυνάμεις οι οποίες συνέχουν τη μουσική αυτή, της δίνουν ταυτότητα και νόημα, ενώ ταυτόχρονα τη βοηθούν να διατηρηθεί στο χρόνο. Με τον χαρακτήρα μιας διαχρονικής και «κλασικής» μουσικής μεταφέρονται βασικές αξίες και ιδέες, καθώς και συγκεκριμένοι τρόποι κοινωνικής ζωής και δράσης. Η συμμετοχή και εντρύφηση στην κοινή δράση, δίνει σε αυτόν που μετέχει (αυτόν που βρίσκεται «εντός») την ιδιότητα του «μυημένου». Τελικά πρόκειται για μια αντίφαση ή για έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας;
Προκειμένου να περιγράψουμε και να ερμηνεύσουμε τον τρόπο λειτουργίας των δύο διαφορετικών διαστάσεων της παραδοσιακής μουσικής, «εντός» και «εκτός», θα βοηθούσε εάν κατασκευάζαμε νοητά ένα μοντέλο, όπου δύο συγκοινωνούντα (διαφορετικά) «δοχεία», τα οποία περιέχουν ίδιας ουσίας περιεχόμενο, αλληλεξαρτώνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Το ένα «δοχείο» είναι στεγανό και επικοινωνεί μόνο με το δεύτερο (χρησιμοποιώντας όμως ένα ισχυρό φίλτρο), ενώ το δεύτερο είναι ανοικτό. Το στεγανό «δοχείο» περιέχει τη «λειτουργική παραδοσιακή μουσική», μια μουσική που επιτελείται μέσα σε συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, ενώ διαμορφώνεται και προσδιορίζεται μέσα από ιστορικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Οι διάφορες επαναλήψεις της συνδέονται με τα έθιμα του τόπου, ενώ οι αναπαραστάσεις οδηγούν στη συμβολική διασύνδεση με προσδιορισμένο ιδεολογικό μηχανισμό και σύστημα αξιών, καθώς και στις αναφορές σε ταυτότητες, την ιστορία και τις κοινωνικές πρακτικές. Αξίζει να επισημάνουμε ότι, ίσως, για την τελική διαμόρφωσή της ασκεί πολύ μικρή επίδραση ο μουσικολογικός, ο αισθητικός και γενικότερα ο καλλιτεχνικός παράγοντας, όσο κι αν το αποτέλεσμα δείχνει εξαιρετικά γοητευτικό και ωραίο.
Σε αυτό φαίνεται ότι συμβάλλει το δεύτερο «δοχείο»», ανοικτό αυτή τη φορά, όπου ανταλλάσσεται μεγαλύτερος όγκος γνώσεων και μουσικών πρακτικών. Αυτό το «δοχείο» μεταφέρει μουσική χωρίς το ιδεολογικό και λειτουργικό συμφραζόμενό της. Αφορά τη μελέτη και την επεξεργασία της μουσικής αυτής, τη συγγραφή και τη δημοσίευση θεωρητικών και μουσικών κειμένων, τη διδασκαλία, καθώς και την επιστημονική έρευνα από ιστορικούς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους, φιλολόγους και μουσικολόγους κ.ά. Έχει σχέση με τη μουσική όψη της, την αξία της ως σύγχρονη τέχνη και το καθαρά αισθητικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τη μουσική αυτή.
Μια αντιπαράθεση παράδοσης και καινοτομίας φαντάζει σαν την εντύπωση που δίνει ένα κινούμενο τραίνο στον επιβάτη, ο οποίος βλέπει το τοπίο να έρχεται προς αυτόν και να τον προσπερνάει. Ωστόσο, καθώς παρατηρεί κανείς ένα διαρκώς κινούμενο πολιτισμικό τοπίο, διακρίνει παράλληλα (μέσα στο τζάμι του παραθύρου) και τον εαυτό του. Αυτό που φαίνεται σαν κάτι «ξένο» και με τάσεις συνεχούς ανανέωσης και διαφοροποίησης, στην πραγματικότητα μπορεί και είναι κάτι αιώνιο και διαχρονικό, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνεται κατά ένα μέρος από την εικόνα του παρατηρητή.
*Ο κ. Γεώργιος Κωτσίνης είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Τομέα Παραδοσιακής Μουσικής στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας».