Τελευταία Νέα

Του Δημήτρη Λάμπρου

Ξεθωριασμένες εικόνες… Χαράματα. Γυναίκες με μαντίλες στα Πλατάνια. Κι ύστερα στις καρότσες των τρακτέρ στοιβαγμένες για τη συγκομιδή του βαμβακιού. Ως το απόγευμα, το ίδιο δρομολόγιο αντίστροφα. Σάρωσε η τεχνολογία αυτές τις χαρακτηριστικές και εμβληματικές εικόνες, που ακόμα τη δεκαετία του ’70 αποτελούσαν συστατικό κομμάτι στη ζωή της Λιβαδειάς. Οι βαμβακοσυλλεκτικές αντικατέστησαν τα τρακτέρ με τις φορτωμένες γυναίκες στις καρότσες, που με τη σειρά τους είχαν αντικαταστήσει τα κάρα και τον ποδαρόδρομο την εποχή του Μεσοπολέμου, με σταθερό και κυρίαρχο ωστόσο τον πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών στη συλλογή του λευκού θησαυρού της Λιβαδειάς.

Πριν από ενενήντα χρόνια, Σεπτέμβριος 193…, ήταν δύσκολα – αλλά ποια εποχή είναι εύκολη για τους φτωχούς; Δεν αποτελεί εξαίρεση η πόλη, με τη διαφορά ότι βρίσκεται σε έντονη κινητικότητα με το μάζεμα του βαμβακιού να απορροφά όλη την ενεργητικότητα του αγροτικού πληθυσμού της περιφέρειας. Γιατί τι θα ήταν η Λιβαδειά χωρίς το βαμβάκι; Ακόμα μία νεκρωμένη επαρχιακή πόλη στα μέσα της δεκαετίας του ’30 μετά τη χρεοκοπία του 1932. Όμως έχει αξιόλογη βιομηχανική και εμπορική κίνηση υπό μία προϋπόθεση: να είναι καλή η σοδειά του βαμβακιού και συμφέρουσα η τιμή του. Κι αυτό είναι λογικό, καθώς το 80% του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες.

Ο Σεπτέμβρης στη Λιβαδειά του Μεσοπολέμου είναι εντυπωσιακός, αν παρακολουθήσει κανείς τη γενική εκστρατεία του αγροτικού πληθυσμού για τη συγκομιδή του βαμβακιού. Και αυτή η αγροτική δραστηριότητα δεν ερημώνει την πόλη, καθώς όσοι μένουν πίσω φροντίζουν να υπάρχει συνεχής κίνηση στο εμπόριο και στη μεταποίηση. Το πρόγραμμα των αγροτών και των εργατών γης είναι καθορισμένο. Δουλειά νύχτα με νύχτα, εκτός από το σαββατόβραδο που πλημμυρίζουν τις δεκάδες ταβέρνες της πόλης, ακόμα και την πιο απόκεντρη, στήνοντας γλέντια που θα τους δώσουν τη δύναμη να επανέλθουν τη Δευτέρα στη σκληρή εργασία.

Τα καραβάνια που ξεχύνονται στον κάμπο ξεκινούν τη νύχτα και αποτελούνται στο σύνολό τους από γυναίκες. Πού και πού θα δεις κάναν άντρα να οδηγεί κάποια άμαξα για να τις μεταφέρει πιο γρήγορα ή να τις συνοδεύει για να επιστατήσει στο μάζεμα. Την ώρα που ο Αυγερινός ίσα που διακρίνεται οι τρεις κυριότεροι δρόμοι της Λιβαδειάς που οδηγούν στις βαμβακοφυτείες παρουσιάζουν ένα πρωτοφανές θέαμα. Γυναίκες σε κάρα, σε άλογα, σε γαϊδούρια, πολλές με μικρά παιδιά να σέρνονται απ’ το φουστάνι τους έχουν πάρει τους δρόμους του μεροκάματου. Ουρά στα καραβάνια κάποια σκυλιά κλείνουν παιχνιδιάρικα ακολουθώντας τα αφεντικά. Ένα πνιγηρό σύννεφο σκόνης απλώνεται πάνω από τους ήχους ανθρώπων, ζώων, αμαξών, όπως η πομπή απομακρύνεται από την πόλη. Οι γυναίκες έχουν όλες από έναν μπόγο με το μεσημεριανό φαγητό, ένα ζευγάρι παπούτσια και μια ρόμπα. Οι νεότερες έχουν μαζί και ένα ζευγάρι γάντια για λόγους αισθητικής, για να μη μαυρίζουν τα χέρια τους.

Έχει φωτίσει καλά όταν τα καραβάνια φτάνουν στην πεδιάδα. Οι γκριζοπράσινες βαμβακιές με το χνουδάτο χιόνι τους γνέφουν σιωπητήριο. Και ξαφνικά οι θόρυβοι και οι φωνές παύουν. Τα μωρά μπαίνουν σε πρόχειρες κούνιες ή το πιο πολύ στο σαμάρι των ζώων κάτω από την ιτιά. Τα ζώα δένονται για να βοσκήσουν. Τάξη και ησυχία απόλυτη. Μια μαγική στιγμή που όλοι σωπαίνουν. Πού και πού η φωνή του νοικοκύρη δίνει οδηγίες ή ένα κελάηδημα πουλιού καλωσορίζει τη νέα μέρα.

Είναι η ώρα να σκύψουν οι γυναίκες για τη δουλειά. Μια δουλειά σκληρή και αδιάκοπη. Στην άκρη του χωραφιού οι σωροί του βαμβακιού συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο. Τα δάχτυλα των κοριτσιών με μια διαβολεμένη ταχύτητα αρπάζουν, χουφτώνουν και χώνουν το βαμβάκι στην ποδιά. Η μια συναγωνίζεται την άλλη. Προσπαθεί να την ξεπεράσει, όχι τόσο για να αποδείξει την εργατικότητά της, όσο για να αυξήσει τη “μοίρα” της. Τι είναι η “μοίρα”; Το ημερομίσθιο που πληρώνεται σε είδος (την εποχή του Μεσοπολέμου) και ανάλογα με τη συμφωνία αντιπροσωπεύει το 1/13 ή το 1/14 της συνολικής ποσότητας βαμβακιού που μαζεύει κάθε γυναίκα. Το σύστημα της πληρωμής σε είδος για τις αγροτικές εργασίες επικρατεί στην επαρχία Λιβαδειάς και στο βαμβάκι και στα δημητριακά. Όπως στον 21ο αιώνα στις ελιές. Η “μοίρα” κάθε κοπέλας είναι τουλάχιστον τέσσερις οκάδες και με την τιμή του βαμβακιού τη δεκαετία του ’30 αντιστοιχεί σε ογδόντα δραχμές.

Κατά τις δέκα το πρωί, που η ζέστη του Σεπτεμβρίου στην Κωπαΐδα γίνεται αφόρητη, πιάνουν τα κορίτσια το τραγούδι. Το λιοπύρι χτυπάει κατακέφαλα τις λυγερές κοπέλες γεννώντας μέσα τους χίλιους δυο κρυμμένους ανεκπλήρωτους πόθους, που εκφράζονται με αυτοσχέδιους στίχους πάνω σε σκοπούς γνωστών τραγουδιών. Τα κορίτσια της Λιβαδειάς μελοποιούν τα όνειρά τους χωρίς να παραλείπουν και τα επίκαιρα δράματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το τραγούδι του Σωτήρχαινα που έχει γίνει θρύλος σε όλη την επαρχία. Ώρες τραγουδάνε κι οι φωνές τους ενώνονται σαν σε αρχαίο χορό, όπως ο ιδρώτας τρέχει στο μικρό τους μέτωπο μες στη λάβρα του μεσημεριού. Κι έπειτα έρχεται το διάλειμμα για το πρόχειρο φαγητό των εργατριών και για να πιουν λίγες γουλιές δροσερό νερό. Οι μικρομάνες θηλάζουν τα μωρά τους και προσπαθούν να τα κοιμίσουν πάλι, ενώ όλο και κάποιο κορίτσι εξαφανίζεται πίσω από τους βαμβακοσωρούς για να συναντήσει τον αγαπημένο της. Φαίνεται παράξενο, αλλά είναι πολύ συχνά αυτά τα βουκολικά ειδύλλια και αποδεκτά, ώστε να μην ξενίζουν κανέναν.


Είναι η ώρα της επιστροφής στον όργο. Η δουλειά ξαναρχίζει ζωηρά με γέλια και τραγούδια. Το σφύριγμα του Λαρισαϊκού τις σταματά για λίγο κι ανασηκώνονται να περάσει το τρένο. Χαιρετάνε χειρονομώντας τους επιβάτες και τους ξεφεύγει ένας στεναγμός ζήλιας για τους τυχερούς που ταξιδεύουν. Η ώρα χτυπάει πέντε και η δουλειά τελειώνει. Κάθε εργάτρια παίρνει τη “μοίρα” της, τον καρπό του ιδρώτα της. Οι πιο φτωχές έτσι φτιάχνουν την προίκα τους. Και οι ακόμα πιο φτωχές -υπάρχουν πολλές στη Λιβαδειά- έτσι ζουν τις οικογένειές τους. Όταν τελειώσει το μοίρασμα, οι εργάτριες φορούν τη ρόμπα και τα παπούτσια που είχαν στον μπόγο τους και χτενίζονται προσεκτικά. Γιατί τέτοια περιποίηση; Επειδή θα περάσουν από το παζάρι! Μερικές, οι ίδιες εκείνες που φορούν γάντια στη συλλογή του βαμβακιού, πουδράρονται και μακιγιάρονται στο… μπουντουάρ του χωραφιού για να εμφανιστούν κομψές το σούρουπο στην πόλη κουβαλώντας στους ώμους τη “μοίρα” τους (ή καλύτερα, παρότι κουβαλάνε στους ώμους τη “μοίρα” τους).


Τα καραβάνια βγαίνουν πάλι στους δρόμους, ίδια όπως το πρωί. Με μόνη διαφορά ότι τώρα είναι όλοι πεζοί. Οι άμαξες και τα ζώα είναι φορτωμένα βαμβάκι και προχωρούν μπροστά. Και πίσω γυναίκες, χιλιάδες γυναίκες, ηλικιωμένες, κουρασμένες, ωχρές, παντρεμένες και πού και πού γελαστά πρόσωπα περιποιημένων δεσποινίδων να δανείζουν την ομορφιά τους στην πομπή. Μια μέρα για βαμβάκι. Μέχρι αύριο…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο