*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
του Δημήτρη Λάμπρου
Η πολιορκία και η καταστροφή της Λιβαδειάς από τα στρατεύματα του Σουλτάνου τον Ιούνιο του 1821 αποτελεί κομβικό γεγονός για την παλιγγενεσία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, χωρίς να είναι ευρέως γνωστό στις λεπτομέρειές του. Δεν είναι μόνον η καταστροφή της πλέον πολυάνθρωπης, της πιο πλούσιας και της ισχυρότερης πόλης στην Ανατολική Ελλάδα, ούτε ο μεγάλος φόρος αίματος που οι Λιβαδείτες πλήρωσαν με χίλιους πεντακόσιους -ή κατ’ άλλους δύο χιλιάδες νεκρούς. Είναι κυρίως η Εξοδος των πολιορκημένων κατοίκων από το Κάστρο της πόλης, η οποία, απετέλεσε προάγγελο της ιστορικής, της μεγάλης Εξόδου του Μεσολογγίου και σηματοδότησε την ακλόνητη αποφασιστικότητα των Λιβαδειτών, των Ελλήνων για την κατάκτηση της πολιτικής τους ελευθερίας. Ή, όπως το θέτει ο κορυφαίος ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Διονύσιος Κόκκινος:
“Η ηρωική αυτή έξοδος των ενόπλων Λειβαδιτών με τα γυναικόπαιδα διά μέσου των τάξεων του τουρκικού στρατού, καλώς προπαρασκευασθείσα, δεν είχεν πολλάς ζημίας. Εξήντα μόνον εκ των δύο χιλιάδων, υπολογιζόμενων και των γυναικόπαιδων, εχάθησαν. Πολύ ολίγοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν του απεγνωσμένου και του επικινδύνου του τολμήματος. Αλλ’ η πράξις αυτή, νέον ηρωικόν κίνημα των Λειβαδιτών μετά την κήρυξιν της επαναστάσεως και την υπεράσπισιν της γέφυρας της Αλαμάνας από τους περί τον Διάκον συμπολίτας των, είναι η πρότυπος μικρογραφία του μετ’ ολίγα έτη επισυμβάντος δράματος της εξόδου εις το Μεσολόγγι”.
Οταν έγιναν γνωστές οι πρώτες ειδήσεις για τον ξεσηκωμό των χριστιανών στην ελληνική χερσόνησο, οι τουρκικές στρατιές που πολιορκούσαν τον Αλή πασά στην Ηπειρο έλαβαν εντολή να σπεύσουν -μετά την εξόντωσή του- προς ενίσχυση των Οθωμανών της Τριπολιτσάς. Ομως για να διαπεραιώσουν στην Πελοπόννησο έπρεπε να καταπνίξουν τις εστίες της εξέγερσης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Δράμαλης επιτέθηκε από τη Λάρισα και διέλυσε τα σώματα των Θεσσαλών και διασκόρπισε τους επαναστάτες του Πηλίου. Ο Χουρσίτ πασάς, υπεύθυνος για τη Νότια Ελλάδα, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ικανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν στην Ανατολική Στερεά με στόχο την κατάπνιξη της ελληνικής εξέγερσης και ακολούθως την εισβολή στην Πελοπόννησο. Οι δύο στρατηγοί, αφού εξουδετέρωσαν τον Αθανάσιο Διάκο στην θρυλική μάχη της Αλαμάνας κι αφού ηττήθηκαν στο Χάνι της Γραβιάς από τη στρατηγική ιδιοφυΐα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, εμφανίστηκαν στις αρχές Ιουνίου στις πύλες της Λιβαδειάς και για την ακρίβεια στρατοπέδευσαν στο Τουρκοχώρι. Από εκεί, όπως ο Ιωάννης Φιλήμων περιγράφει στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως
“απέστειλαν προς τον Οδυσσέα από κοινού Χατσή Μαχμούτ αγάν τινα, Κρητικόν, πρώην βοεβόνδαν Λεβαδείας, υπισχνούμενοι λήθην μεν των παρελθόντων, αξιώσεις δε μεγάλας και αμοιβάς, ει εφιλιούτο μετ’ αυτών και ενήργει ειλικρινώς διά την υποταγήν των κατοίκων. Εν ταύτη τη ώρα ο Οδυσσεύς δύο τινά επεδίωκε, πρώτον το κέρδος καιρού τινος, έως αν φθάση η βοήθεια των Πελοποννησίων, και δεύτερον την αναστολήν της περαιτέρω κινήσεως των εχθρών, όπως οι πεδινοί παραμερίσωσι τας οικογενείας αυτών και τα ποίμνια. Ωφελούμενος λοιπόν εκ της περιστάσεως ταύτης, υπεκρίθη επιτηδείως, εζήτησεν ως όρο ίνα μη προχωρήσωσιν οι πασσάδες και εξαγριώσωσιν ούτω τον κόσμον, και υπεσχέθη ότι συνομιλήσει μετά των γερόντων του τόπου, ίνα πείση αυτούς προς την υποταγήν
Ματαίως οι Τούρκοι περιέμενον επί ημέρας τινάς αποτέλεσμα τι. Και διά τούτο κινήσαντες τη 9η Ιουνίου κατά της Λεβαδείας, προσε-κάλεσαν εις υποταγήν τους κατοίκους αυτής επί αμνηστεία και πλήρει ασφάλεια ζωής, τιμής και ιδιοκτησίας, αποστείλαντες τον αυτόν Χατσή Μαχμούτ αγάν βοεβόνδαν. Οι Λεβαδειείς ουδεμίαν εδέχθησαν ομιλίαν μετ’ αυτού, ειδοποιήσαντες μόνον ότι έχουσι πόλεμον. Εξελθόντες μάλιστα προσέβαλον τούτον και τους πεντακοσίους αυτού ιππείς, ότε εφόνευσάν τινας και εφονεύθησαν ολίγοι. Ούτε την έκτασιν και το απερίφρακτον της πόλεως έβλεπον, ούτε περί των συνεπειών της προσβολής κατά πόλεως πληθούσης γυναικοπαίδων εσκέπτοντο, Εστηρίζοντο μεγάλως επί τη παρουσία του Οδυσσέως, εισελθόντος τότε εις την πόλιν, και λίαν παρήγορον είχον ελπίδαν περί της πελοποννησιακής βοηθείας. Ο Οδυσσεύς προέτρεψεν αυτούς όπως αποσύρωσιν ευθύς όλα τα γυναικόπαιδα την νύκτα. Ουκ εισακούσθη όμως, διότι υπέρ παν άλλο εκυρίευε τότε το πλήθος ο ενθουσιασμός και η απειρία”.
Επίθεση στη Λιβαδειά
Οπως βλέπουμε, οι δύο πασάδες, αφού μέχρι τις 9 Ιουνίου έμειναν στο Τουρκοχώρι περιμένοντας απάντηση από τον Ανδρούτσο στην πρότασή τους για ειρηνική υποταγή των κατοίκων, αμνηστία και αμοιβή για τους αρχηγούς τους, ξεκίνησαν για τη Λιβαδειά, όπου λίγο πριν φτάσουν έστειλαν και πάλι απεσταλμένους στους προκρίτους με προτάσεις για ειρήνη,
Παίρνει τη σκυτάλη ο Διονύσιος Κόκκινος, που περιγράφει με συγκλονιστική ενάργεια τα γεγονότα:
“Αλλ’ οι Λειβαδίται, που είχαν εμπιστοσύνην εις τας δυνάμεις των και είχαν εγκαρδιωθή από την είδησιν της ευρισκομένης καθ’ οδόν ενισχύσεως των Πελοποννησίων, δεν εδέχθησαν καμμίαν συνεννόησιν, ούτε εφρόντισαν διά παρελκύσεως με δήθεν διαπραγματεύσεις να κερδίσουν καιρόν έως ότου δυνηθούν τα εις την επαρχίαν ευρισκόμενα σώματα ή οι αναμενόμενοι εκ Πελοποννήσου να τους βοηθήσουν. Τουναντίον έκαμαν έξοδον εκ της πόλεως και επετέθησαν κατά των προφυλακών του εχθρού. Τούτο ήτο εντελώς άστοχον. Διότι, εκτός της ανεπαρκείας της δυνάμεως που διέθεταν προς υπεράσπισιν του φρουρίου απέναντι τόσον ισχυρού εχθρού, η πόλις ήτο απολύτως άφρακτος και τα γυναικόπαιδα εκτεθειμένα εις άμεσον κίνδυνον εν περιπτώσει προσβολής. Ο Ανδρούτσος, που είχε κατορθώσει να εισδύση εις την πόλιν, τους συνεβούλευσε ν’ απομακρύνουν κατά την νύκτα τα γυναικόπαιδα προς τα ορεινά μέρη. Αλλ’ οι Λειβαδίται δεν ηθέλησαν να ακούσουν τον έμπειρον αρχηγόν. Επιπολαία αντίληψις ηρωισμού τους παρωθούσεν εις άμυναν μέχρις εσχάτων ή μάλλον εις την παραμονήν των εις την πόλιν μεθ’ ολοκλήρου του πληθυσμού, διότι η πραγματική άμυνα ήτο αδύνατος“.
Στις 10 Ιουνίου τρία σώματα τουρκικών στρατευμάτων έκαναν επίθεση στην πόλη. Στη θέα των Τούρκων στρατιωτών, γυναίκες και παιδιά, ο άμαχος πληθυσμός εν γένει, πάγωσε και καταλήφθηκε από τρόμο. Ετρεχαν στους δρόμους καταδιωκόμενοι προσπαθώντας να βρουν οδό διαφυγής από τον θάνατο, κραύγαζαν και θρηνούσαν με τέτοια ένταση που σκέπαζε κι αυτούς ακόμα τους πυροβολισμούς. Και συνεχίζει:.
“Οσοι είχαν όπλα εκλείσθησαν εις τα ισχυρότερα σπίτια και επυροβολούσαν, αλλά ετούτο επέτεινε την σύγχυσιν του πληθυσμού, την μανίαν των εισβαλλόντων και την καταδίωξιν. Η φρουρά της πόλεως εκλείσθη εις το παλαιόν φρούριον μαζί με μερικούς από τους άνδρας του Ανδρούτσου. Αλλά η καταφυγή εις το φρούριον δεν είχεν άλλον λόγον παρά την κατά το δυνατόν προστασίαν των γυναικοπαίδων. Το φρούριον δεν ήτο δυνατόν να αντισταθή επί πολύ εις τον διαθέτοντα ήδη ισχυρόν πυροβολικόν εχθρόν, και ο Ανδρούτσος κρίνων ορθώς ότι η βοήθειά του θα ήτο αποτελεσματικωτέρα αν είχεν ελευθέρας κινήσεις -δεν διέθετεν, άλλωστε, παρά ολίγους άνδρας- έφυγεν από την Λειβαδιάν προς την Γρανίτσαν“.
Το ίδιο το βράδυ του αποκλεισμού, ο Ανδρούτσος επικεφαλής διακοσίων πενήντα στρατιωτών περνάει στον βράχο της Αγίας Ιερουσαλήμ απέναντι από το κάστρο της Λιβαδειάς και όπως αναφέρει ο Τάκης Λάππας:
“Για να ψυχώσει τους κλεισμένους στο κάστρο της Λειβαδιάς και να τους δώσει είδηση πως κει κοντά τριγυρίζει, φτάνει στον αντίπερα από το κάστρο βράχο της Αγιουρσαλής. Ρίχνει από το καταρράχι πάνω μια μπαταριά για σύνθημα και πηγαίνει στο χωριό Σούρπη“.
Η σφαγή των Λιβαδειτών
Συνεχίζοντας την παράθεση των γεγονότων ο Δ. Κόκκινος περιγράφει τον όλεθρο που ακολούθησε την κατάληψη της φημισμένης πολιτείας: “Η πόλις εγκατελείφθη εις το έλεος του εχθρού. Οι δρόμοι της κατέστησαν θέατρον των δραματικωτέρων σκηνών μεταξύ των διωκόντων και των διωκομένων γυναικών και παιδιών, ενώ τα σπίτια ελεηλατούντο. Εις χιλίους ανήλθον περίπου οι νεκροί, μεταξύ των οποίων ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών που εσφάγησαν δεν ήτο μικρός. Δυόμισι χιλιάδες γυναικόπαιδα ηχμαλωτίσθησαν και εις δύο ακόμη χιλιάδας υπελογίσθησαν οι κλεισθέντες εις το φρούριον”.
Ο Ανδρούτσος από τη Γρανίτσα μετέβη στη Σούρπη, για να συνεννοηθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην επαρχία για το τι μέλλει γενέσθαι, για την επίθεση στους Τούρκους και τη λύση της πολιορκίας του φρουρίου – υπήρχε ενημέρωση για όσα διαδραματίζονταν εκεί από έναν ποιμένα που έμπαινε από τη μικρή είσοδο στον χώρο που εικάζεται ότι βρίσκεται το Τροφώνειο μαντείο. Ο Γκούρας έφτασε τέσσερις μέρες μετά.
“Εν τω μεταξύ έφθασεν η εκ Πελοποννήσου αναμενομένη βοήθεια διά των Μεγάρων. Ο Ανδρούτσος έσπευσε να συνάντηση τους ερχομένους εις το Στεβενίκο και από εκεί ωδήγησε τους καταφθάσαντας πρώτους Νικηταράν και Ηλίαν Μαυρομιχάλην και Τσαλαφατίνον εις την Σούρπην. Οι ελθόντες ολίγον αργότερα άλλοι αρχηγοί, εις τους οποίους είχαν ήδη προστεθή ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο Σταυριανός Καπετανάκης και ο Χατζη-Βασιλείου, εξ αγνοίας της οδού, έπεσαν προ ενός οχυρώματος των Τούρκων κατά την μονήν της Ιερουσαλήμ και κατόπιν απωλείας δεκαπέντε ανδρών κατέφυγον εις την Γρανίτσαν όπου ωχυρώθησαν. Εκεί, μεταξύ των ευρισκομένων εις την Σούρπην και των ωχυρωμένων εις την Γρανίτσαν, κατεστρώθη σχέδιον νυκτερινής εφόδου κατά του εχθρικού στρατοπέδου“.
Η άφιξη του Ηλία Μαυρομιχάλη στο Στεβενίκο έγινε γνωστή στο κάστρο της Λιβαδειάς και αναπτέρωσε το ηθικό των πολιορκούμενων Λιβαδειτών, Ο Ιωάννης Φιλήμων διασώζει αυτό που στόμα με στόμα έλεγαν μεταξύ τους οι καταπονημένοι Ελληνες του κάστρου: Ό Μπεζαϊντές έφτασε στο Στεβενίκο”, περιγράφοντας τον Ηλία Μαυρομιχάλη, τον νεαρό και γενναιότατο γιο του μπέη της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Οι Πελοποννήσιοι
Πάντα σύμφωνα με τον Διονύσιο Κόκκινο, στρατιωτικές δυνάμεις “κατά τας αρχάς Ιουνίου απεστάλησαν εις την Ανατολικήν Ελλάδα υπό του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη κατόπιν αιτήσεως των εκεί αρχηγών και πιθανώτατα μόνον του Ανδρούτσου. Αι συνεχιζόμενοι πολιορκίαι των φρουρίων της Πελοποννήσου και ιδίως της Τριπολιτσάς, όπου ήτο εστραμμένη όλη η προσοχή, δεν επέτρεπαν την απομάκρυνσιν ούτε ενός ανδρός. Τουναντίον οι πολιορκηταί είχον αυτοί ανάγκην βοηθειών διά να γίνουν κύριοι των φρουρίων και επομένως κύριοι της καταστάσεως, πριν διαβούν τον Ισθμόν ισχυρά τουρκικά στρατεύματα. Εν τούτοις διά να αποτραπή ο κίνδυνος της τουρκικής εισβολής εκρίθη ανάγκη να ενισχυθούν οι εις την Ανατολικήν Ελλάδα μαχόμενοι εναντίον του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ Μεχμέτ Ρουμελιώται αρχηγοί. Ο αγών της Ανατολικής Ελλάδος είχεν ακόμη τότε την θέσιν ισχυράς αλλ’ επικινδύνως πιεζομένης προφυλακής της επαναστάσεως της Πελοποννήσου”.
Ο τελικός σκοπός, άλλωστε, της εκστρατείας των Τούρκων πασάδων ήταν η καταστολή της εξέγερσης από τον Ισθμό και κάτω, όπου εντοπιζόταν η ουσιαστική απειλή. Και η επαναστατική αντίσταση σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ελλάδας, που ήταν ανοιχτή από τον βορρά στην προέλαση των στρατευμάτων τους ενοχλούσε και τους εμπόδιζε: έπρεπε να εξουδετερωθεί, για να φτάσουν στην Πελοπόννησο και να χτυπήσουν την επανάσταση στην κύρια εστία της. Γι’ αυτό και “δεν εβράδυναν εις το περί την Τριπολιτσάν στρατόπεδον να αποφασίσουν την αποστολή βοηθείας εις την Ανατολικήν Ελλάδα, έστω κι αν εκ τούτου απεσύρωντο εκ της Πελοποννήσου δυνάμεις και αρχηγοί χρήσιμοι διά τας ενεργουμένας εκεί πολεμικάς επιχειρήσεις. Την διά την Στερεάν προοριζομένην εκ Πελοποννήσου δύναμιν ανέλαβε, κατόπιν εντολής του Κολοκοτρώνη, να οργανώση ο Νικηταράς, απησχολημένος έως τότε με την πολιορκίαν του Ναυπλίου. Ο Νικηταράς άφησεν εις το Ναύπλιον αντικαταστάτην του τον αδελφόν του Νικόλαον, παρέλαβε τους διαθεσίμους εκ των ανδρών του και μετέβη εις το Αργος, όπου τον ηκολούθησαν με τους υπ’ αυτούς άνδρας ο Ηλ. Μαυρομιχάλης, ο Ν, Δεληγιάννης και ο Αχ. Θεοδωρίδης και όλοι μαζί μετέβησαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον του Ακροκορίνθου, το απησχολημένον με την πολιορκίαν του φρουρίου. Εκεί ηνώθησαν μαζί των ο Δημ. I, Κριεζής με Υδραίους, ο Κυρ. Δουζίνας, ο Χριστ. Μέξης και ο Γεωργ. Κριεζής με Ποριώτας και Σπετσιώτας και εξεκίνησαν διά την Στερεάν“.
Το αποτυχημένο σχέδιο της ελληνικής αντεπίθεσης
Η ελληνική δύναμη ανερχόταν σε χίλιους διακόσιους άντρες. Επελέγησαν τα σημεία απ’ όπου θα γινόταν η επίθεση, αποφασίστηκε ο χρόνος για την έφοδο και ορίστηκαν οι αρχηγοί. Ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς θα έκαναν επίθεση εκεί όπου είχε στήσει τις σκηνές του ο Ομέρ Βρυώνης. Το σχέδιο ήταν καλό, αλλά στην εκτέλεσή του συνέβη κάτι που θα εμπόδιζε την ευόδωσή του. Ο Δ. Κόκκινος αναφέρει ότι “ενώ εκινείτο η ελληνική εμπροσθοφυλακή, οι στρατιώται του Γκούρα την εξέλαβαν ως τουρκικόν απόσπασμα και ήρχισαν να την πυροβολούν. Επήλθε σύγχυσις και αταξία. Η επίθεσις ανεκόπη και ανεβλήθη δι’ άλλην νύκτα. Αλλά εκ του επεισοδίου τούτου απεκαλύφθη και η θέσις των Ελλήνων και το σχέδιόν των. Την επο-μένην έγινεν επίθεσις τριών χιλιάδων τουρκικού στρατού και εξακοσίων Αλβανών εναντίον των ευρισκομένων εις την Γρανίτσαν. Οι Ελληνες επολέμησαν γενναίως, αλλ’ η εναντίον των επιπεσούσα δύναμις ήτο μεγάλη. Τριάντα νεκροί έπεσαν και μεταξύ αυτών ο επιδείξας πραγματικόν ηρωισμόν και μαχόμενος εις την πρώτην σειράν Δουζίνας. Ο Ανδρούτσος κατέφθασεν εγκαίρως και απασχολήσας τους Τούρκους απήλλαξε τους υπερασπιστάς της Γρανίτσας από του κινδύνου και έδωσε τέλος εις την μάχην.
Επέκειτο ήδη η εκτέλεσις της νυκτερινής εφόδου κατά των Τούρκων κατόπιν της πρώτης ματαιώσεώς της. Η συγκέντρωσις όλων έγινεν εις την Σούρπην. Αλλά ο Ομέρ Βρυώνης, που είχεν ήδη κατοπτεύσει μόνος του τας ελληνικάς θέσεις, επρόλαβεν. Επί κεφαλής πέντε χιλιάδων στρατού και με την σύμπραξιν του Κιοσσέ Μεχμέτ ενήργησεν νυκτερινήν επίθεσιν κατά του ελληνικού στρατοπέδου. Οι προ του χωρίου ευρισκόμενοι Ελληνες φρουροί καταληφθέντες εξ απροόπτου κατεσφάγησαν. Και θα ήτο οικτρά η τύχη των στρατοπεδευόντων εις την Σούρπην και μη αναμενόντων ακόμη επίθεσιν και κοιμωμένων κατ’ εκείνην την ώραν, αν ο ευρισκόμενος με τους Τούρκους αρχηγούς Χρήστος Παλάσκας δεν είχεν μίαν ευφυά έμπνευσιν διά να τους σώση. Είπεν εις τον Ομέρ Βρυώνην και τον Κιοσσέ Μεχμέτ ότι δεν ήρμοζεν εις στρατηγούς όπως αυτοί και εις ισχυρόν σουλτανικόν στρατόν να επέρχεται αθορύβως ως εξ ενέδρας εναντίον τόσον ασημάντου εχθρού και ότι, διά να δείξουν ότι δεν φοβούνται τους ολίγους κλέφτες της Σούρπης, έπρεπε να διατάξουν να αρχίσουν να κτυπούν τα τύμπανα τα αναγγέλλοντα την πολεμικήν πορείαν. Ηθελε να ειδοποιηθούν δι’ αυτού του τρόπου οι Ελληνες αρχηγοί περί της ενεργουμένης επιθέσεως. Τα τουρκικά τύμπανα ήρχισαν να κτυπούν δαιμονιωδώς, πριν οι Τούρκοι εισέλθουν εις την Σούρπην, και οι Ελληνες επρόφθασαν να φύγουν εκείθεν και να σκορπισθούν“.
Η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο
Υστερα από αυτά χάθηκε κάθε ελπίδα για τους πολιορκούμενους Λιβαδείτες, οι οποίοι εν συνεχεία δέχτηκαν νέες προτάσεις με ευνοϊκούς όρους, για να αναχωρήσουν από το φρούριο χωρίς κίνδυνο, από τους πασάδες που βιάζονταν να φύγουν από την περιοχή. Οι έγκλειστοι, απελπισμένοι καθώς δεν ανέμεναν βοήθεια από πουθενά πια, συμφώνησαν στην παράδοση του φρουρίου και δεδομένου ότι δεν θα δέχονταν όχληση από τους Τούρκους. Ομως ο Παλάσκας, επειδή φοβόταν αιματοκύλισμα κατά την έξοδό τους, με ένα του νεύμα την ώρα που άνοιγαν την πύλη για να μπουν οι Τούρκοι, απαίτησε να την κλείσουν ξανά παρά τη συμφωνία. Τελικά αποφασίστηκε η έξοδος από το φρούριο διαμέσου του τουρκικού στρατοπέδου τη δέκατη έβδομη ημέρα από την έναρξη της πολιορκίας, οπότε:
“Οι Λειβαδίται με τους ενόπλους επί κεφαλής, με τα γυναικόπαιδα εις το μέσον και με οπισθοφυλακήν ώρμησαν έξω από την προς το Τροφώνειον μαντείον πύλην του φρουρίου. Οι αποτελούντες την εμπροσθοφυλακήν με τα σπαθιά εις τα χέρια ήνοιξαν δίοδον διά τα ακολουθούντα γυναικόπαιδα μεταξύ των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι καταληφθέντες εξ απροόπτου υπεχώρησαν επ’ ολίγον, αλλά έπειτα εστράφησαν εις καταδίωξιν των εξελθόντων. Η ηρωική αυτή έξοδος των ενόπλων Λειβαδιτών με τα γυναικόπαιδα διά μέσου των τάξεων του τουρκικού στρατού, καλώς προπαρασκευασθείσα, δεν είχεν πολλάς ζημίας. Εξήντα μόνον εκ των δύο χιλιάδων, υπολογιζομένων και των γυναικοπαίδων, εχάθησαν. Πολύ ολίγοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν του απεγνωσμένου και του επικινδύνου του τολμήματος. Aλλ’ η πράξις αυτή, νέον ηρωικόν κίνημα των Λειβαδιτών μετά την κήρυξιν της επαναστάσεως και την υπεράσπισιν της γεφύρας της Αλαμάνας από τους περί τον Διάκον συμπολίτας των, είναι η πρότυπος μικρογραφία του μετ’ ολίγα έτη επισυμβάντος δράματος της εξόδου εις το Μεσολόγγι“.
Την ηρωική έξοδο και τις τραγικές στιγμές της παράδοσης των ανήμπορων να ακολουθήσουν Λιβαδειτών περιγράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων: “Μετά παρέλευσιν δε τριών ημερών απεφάσισαν, συμφωνήσαντες προς αλλήλους οι Λεβαδειείς, όπως οι μεν παντη αδύνατοι, ανίκανοι και άοπλοι μείνωσιν εν τω φρουρίω, οι δε λοιποί εξέλθωσιν διά πολέμου. Ητο ήδη 17η ημέρα της πολιορκίας (δηλ. 26 Ιουνίου 1821). Ούτω δε εξελθόντες εκ της μικράς προς το Τροφώνειον πύλης οι ένοπλοι επέπεσον αίφνης κατά των εκεί εχθρών, κατεδιώχθησαν ωσεί μίαν ώραν, και διεσώθησαν απωλεσθέντες περίπου εξήκοντα. Ηκολούθησαν αυτούς και ικανά γυναικόπαιδα εκ των μάλλον ευρώστων και ωκυπόδων.
Παραδοθέντες τη επιούση τους λοιπούς του φρουρίου οι πασσάδες ουδόλως εκάκωσαν. Εξ εναντίας και αμνηστεία απένειμαν και διά παντός δυνατού τρόπου εφιλοφρονήθησαν τούτοις και ως ο Κεχαγιά βεγής εν τω Άργει, κατέστησαν τας συνήθεις αρχάς του βοεβόνδα, του καδδή και των προεστώτων. Ως βοεβόνδαν μεν διώρισαν τον Χατσή Μαχμούτ αγάν, ως καδδήν δε τον Χατσή Σερήφ εφφένδην και ως προεστώτας τον Νικόλαον Νάκον, Ιωάννην Λογοθέτην και Δημήτριον Σαράτσογλουν, αρχιέμπορον όντα (μπεζιργιάμπασην) του Κιοσσέ Μεχμέτ πασσά“.
Ο Ομέρ Βρυώνης για την καταστροφή της Λιβαδειάς
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου στη Λιβαδειά παρουσιάζουν οι εκθέσεις των Οθωμανών στρατηγών. Ο Ομέρ Βρυώνης γράφει στον διοικητή του στρατοπέδου στη Λαμία, τον Χαλίλ Μπέη, και ο Κιοσέ Μεχμέτ στον Χουρσίτ πασά. Ομως ο ταχυδρόμος που μετέφερε τις επιστολές συνελήφθη στις Θερμοπύλες από ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα και τα έγγραφα έφτασαν στα χέρια των Ελλήνων αρχηγών,
Ο Ομέρ Βρυώνης εμφανίζεται αλαζονικός και αδίστακτος: “… Εις την Λεβαδείαν εμβαίνοντες αρχήσαμεν τον πόλεμον. Επασχίσαμεν πολύ με κολακείας να καταπείσωμεν τους Ρωμαίους διά να προσκυνήσωσι και να μη διαφθαρή η πόλις, Πλην εστάθηοαν χαΐνιδες και πεισματώδεις, Εν ω δε αυτοί επέμενον εις την κακίαν των, εγώ έκαμα το στράτευμά μου εις τρία μπουλούκια, και την αυγήν, ότε εφώναξε ο χότσας, ήρχισα τον πόλεμον, νικήσας όλους τους εις Λεβαδείαν απίστους. Επήραμεν κεφαλάς 1.000, αυτία αρκετά και μήτας. Εως 1.000 ακόμη αναθεματισμένους εκλείσαμεν εις τας οικίας, μη ευρόντας καιρόν φυγής. Και, διά να ευκολυνθή το ασκέρι, εδόσαμεν φωτιάν, και διά θαύματος Θεού ηκολούθησε συγχρόνως σφοδρότατος αήρ, από τον οποίον ενδυναμωθείσα η φωτιά περιετριγύρισε τα τέσσαρα της χώρας μέρη. Το εν τρίτον αυτής εκάη, καθώς και όλοι οι κλεισμένοι, ως ποντικοί, εκτός μερικών πεσόντων από τας σκέπας των εσπητίων και σκοτωθέντων. Εως 1.500 άπιστοι εμβήκαν εις το φρούριον, τους οποίους 16 ολοκλήρους ημέρας επολεμούσαμεν και με τα κανόνια. Το φρούριον τούτο δεν ήτο επισκευασμένον, και εκ τούτου εβοηθήθημεν να βλάψωμεν αρκετούς. Εις εν χωρίον πλησίον της Λεβαδείας, όπου εστρατοπέδευεν ο Οδυσσεύς, εστείλαμεν μερικούς ιππείς και πεζούς, οι οποίοι με τον ορισμόν του Θεού επέρασαν από την σπάθην 150 αρχηγούς απίστους με τους στρατιώτας των, και επλήγωσαν πολλούς, κινδυνεύοντας και τούτους. Πολλοί αναθεματισμένοι εχαλάσθηκαν. Οι εδικοί μου έκαυσαν τα χωρία των. Οι πολιορκημένοι άπιστοι βλέποντες αυτόν τον καϊγμόν, απελπίσθησαν. Μερικοί από τούτους κλέπται ερρίφθησαν κάτω με την άλυσσον την νύκτα, και εθανατώθησαν όλοι. Οι λοιποί την αυγήν εζήτησαν ράι, και ημείς τους εδέχθημεν. Μετά ταύτα διωρίσαμεν καδδήν, βοϊβόδαν και κοτσαπάσιδας. Εδόσαμεν ομοίως ράι και εις τα χωρία, καθήμενα τώρα εις την ησυχίαν των, θεωρούντα το αλισβερίσι των και απέχοντα από τους κλέπτας. Το στράτευμά μας τροπαιούχον εφορτώθη από λάφυρα και θησαυρούς, οι δε άπιστοι εντροπιασμένοι εψόφησαν, εσκλαβώθησαν και υπέκλιναν. Αυτά ηκούσατε. Αλλ’ ο Βαϊράμ πασσάς και Χατσή Βεκήρ πασσάς πλησιάζουν να έλθουν εις το Ζητούνι; Από τα Ιωάννινα ελπίζομεν να έλθη στράτευμα αρκετό αυτάς τας ημέρας; Με τον ίδιον, καθώς και με τους προτέρους πεζούς, να μας φανερώσετε περί των ειρημένων πασσάδων, πώς είναι και πού ευρίσκονται…”
Ο Κιοσέ Μεχμέτ
Η προς τον στρατάρχη Χουρσίτ πασά, που ήταν ο μέγας βεζύρης, έκθεση του Κιοσέ Μεχμέτ πασά για την άλωση της Λιβαδειάς θεωρείται “λίαν μετριοπαθής και κατά τα πολλά φιλαλήθης” από τον Ιωάννη Φιλήμονα που διασώζει και τις δύο επιστολές:
“Πληροφορώ την υμετέραν Υψηλότητα, ότι εις τας 23 (11) Ιουνίου έφθασα ενώπιον της Λεβαδείας… Οι ραγιάδες της επαρχίας ταύτης έσφαξαν το μεγαλήτερον μέρος των Μουσουλμάνων, παρεβίασαν τας γυναίκας αυτών και έκαμαν δούλους τας οικογενείας. Επέμενον εις την αποστασίαν’ και, ότε έμαθον ότι στρατεύματα εκινούντο εναντίον αυτών, συνήθροισαν τους προς τα όρια αποστάτας, τους σχηματίζοντας την προφυλακήν του Μορέως, και ωχυρώθησαν εν τη πόλει. Οπως αποφύγω την καταστροφήν του τόπου, επολιτεύθην προς αυτούς μετ’ επιτηδειότητος, αποστείλας διαφόρους απεσταλμένους. Ούτοι προέτρεψαν τούτοις την αποφυγήν της επαπειλουμένης δυστυχίας, και εγνωστοποίησαν ότι, εάν υπετάσσοντο, η υψηλή Πύλη απονέμει αυτοίς συγχώρησιν και ασφάλειαν. Αλλ’ εις ουδέν λογισάμενοι οι ραγιάδες την μεγαλόψυχον ταύτην προσφοράν, συνωρκίσθησαν, όπως μη θεωρώνται εν τω μέλλοντι ως ραγιάδες, και ήρξαντο του πυροβολισμού εκ του φρουρίου και των οχυρωμάτων.
Περί την αυγήν ο στρατός εσχηματίσθη εις τρεις γραμμάς, και η μάχη ήρξατο. Η νίκη εκηρύχθη υπέρ των Μουσουλμάνων, και το μεγαλήτερον μέρος των αποστατών κατεκερματίσθη. Περίπου των χιλίων άνδρες εσώθησαν εις το φρούριον, και χίλιοι πεντακόσιοι εν ταις οικίαις. Εθεσα το πυρ εις μίαν ή δύο εξ αυτών, όπως φωτίσω την εμπροσθοφυλακήν του στρατού και δυνηθώ έφοδον εις περίστασιν ανάγκης. Βίαιος άνεμος, αιφνιδίως πνεύσας, ηύξησε την πυρκαϊάν. Σχεδόν το ήμισυ των μεγάλων τούτων και ωραίων οικοδομών εγένετο βορά των φλογών, και μετά πολλού κόπου διεσώθησαν αι εις τα υψηλότερα της πόλεως κείμενοι. Επειδή το πυρ ηπείλει και την οικίαν, εν η ευρισκόμην, μετέβην εξ ανάγκης εις άλλην.
Καθ’ ην έφθασα ημέραν ενώπιον της Λεβαδείας, εις καπετάνιος, λεγόμενος Λυσσέος (φωτό), εξήλθε της πόλεως μετά πολλών άλλων, και συνήγαγε μίαν φύκτην στρατιωτών εν τινι χωρίω, μακράν της Λεβαδείας εν και ήμισυ μίλιον. Οφείλων τότε, όπως δι’ όλων των μέτρων αποτρέψω την βοήθειαν αυτών υπέρ των αποστατών, των περικυκλουμένων εν τω φρουρίω, προσέβαλον το χωρίον μετά δισχιλίων. Ο εχθρός εκτυπήθη καθ’ ολοκληρίαν. Εκατόν πεντήκοντα νεκροί, εκτός άλλων τόσων τραυματιών, έμειναν επί του πεδίου της μάχης. Οτε δε είδον οι εν τω φρουρίω εχθροί, ότι ουδεμία δι’ αυτούς σωτηρία υπήρχεν, εκρημνίσθησαν εν τη απελπισία αυτών από των προτειχισμάτων. Πολλοί εφονεύθησαν, και άλλοι ηκρωτηριάσθησαν διά του τρομεροτέρου τρόπου. Οι δ’ έτι μείναντες εντός της ακροπόλεως, εζήτησαν χάριν δι’ εαυτούς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών. Απένειμα ταύτην.
Εις την μάχην αυτήν επέκεινα των τρεισχιλίων εχθρών εχάθησαν διά του σιδήρου και των φλογών. Καθώς λέγει το Κοράνιον: “όταν κερδίσης την νίκην κατά του εχθρού σου, απόδως την συγχώρησιν, ίνα αποδείξης την ευγνωμοσύνην σου” και επειδή το λοιπόν μέρος των αποστατών εστηρίχθη επί τη μεγαλοψυχία και τη επιεικεία της υψηλής Πύλης, διά τούτο απένειμα αυτοίς την συγχώρησιν, άμα εβεβαίωσαν την υποταγήν εαυτών και, ότε εζήτησαν την άδειαν της επανόδου εις τας οικίας αυτών, εις μπουλούκμπασης εστάλη μεθ’ ενός αποσπάσματος, ίνα δεχθή τούτους κατά την έξοδον εκ της ακροπόλεως και οδηγήση εις τας εστίας αυτών. Τούτο εγένετο μετά πολλής επισημότητος, ανευφημουμένων των νικητών, ενώπιον των οποίων έφερον και παρέδιδον τας σημαίας αυτών οι αποστάται”.
Οπως καθίσταται φανερό, με βάση όλες τις πηγές, περισσότεροι από 1.000 Λιβαδείτες σκοτώθηκαν, αποτεφρώθηκαν ή και κατακρημνίστηκαν τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1821 στην άλωση της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα ποτίζοντας το δέντρο της λευτεριάς με το αίμα τους. Οπως στον ξεσηκωμό στις 31 Μαρτίου 1821 και μετά στην Αλαμάνα με τον Αθανάσιο Διάκο, οι Λιβαδείτες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ανεξαρτησία. Η ηρωική έξοδος από το Κάστρο μένει ορόσημο της παραγνωρισμένης βοιωτικής ιστορίας στη γενναία αυτή γωνιά της Ελλάδας, στην ξακουστή Γκιαούρ Λιβαδειά.
Οι πρωταγωνιστές της πολιορκίας της Λιβαδειάς
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ούτε με τον Ιωάννη Γκούρα που είναι γνωστοί Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, όπως και οι Λιβαδείτες πρόκριτοι Νάκος και Λογοθέτης. Οι Πελοποννήσιοι που έσπευσαν να συνδράμουν τους Λιβαδείτες αξίζουν όμως μια υπόμνηση. Μερικοί από τους πρωταγωνιστές των μαχών γύρω από τη Λιβαδειά είναι οι ακόλουθοι:
Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης (1795 – 1822) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μαυρομιχαλέων, Γεννήθηκε στην Μάνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Πολέμησε ηρωικά στις μάχες γύρω από τη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821 μαζί με άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με την έναρξη του Αγώνα έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, στην μάχη του Βαλτετσίου όπου διακρίθηκε μαζί με τον θείο του Κυριακούλη, στην πολιορκία της Τρίπολης, στην πολιορκία της Ακροκορίνθου, στην πολιορκία της Ακρόπολης και στην Εύβοια, όπου στάλθηκε μαζί με τον θείο του Κυριακούλη για να συνδράμει τον Καρύστου Νεόφυτο και τους οπλαρχηγούς Μαυροβουνιώτη και Κριεζώτη. Σκοτώθηκε στα Στύρα Ευβοίας στις 12 Ιανουαρίου του 1822 στη θέση Κοκκινόμυλος, όπου αυτοκτόνησε για να μην πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων, ενώ το κεφάλι του κόπηκε και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, Ο θάνατός του αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την Επανάσταση.
Οταν μαθεύτηκε ο ηρωικός θάνατος του Ηλία Μαυρομιχάλη στην έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, στην Ακροκόρινθο, ο Πρόεδρος αυτής Δημ. Υψηλάντης θέλησε να την ανακοινώσει με τρόπο περιφραστικό στον Πετρόμπεη, ο οποίος ήταν Αντιπρόεδρος της Γερουσίας. Αφού άκουσε με ψυχραιμία το θλιβερό συμβάν, είπε στον Δημήτριο Υψηλάντη: “Μη με λυπάσαι. Εκαμα γιο στρατιώτη, ο οποίος επλήρωσε το χρέος του προς την Πατρίδα!”. Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλεγε “πως μόνο ο Ηλίας ηδύνατο να διαφιλονικήση ποτέ τη στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου”.
Κυριάκος Δουζίνας Καταγόμενος από πλούσια οικογένεια του Πόρου, μύησε τους αδελφούς του στη Φιλική Εταιρεία και ανακηρύχθηκε επικεφαλής των συμπολιτών του στο στρατόπεδο της Ακροκορίνθου. Ακολούθησε τον Νικηταρά στη Λιβαδειά τον Ιούλιο του 1821, όπου και ηρωικά έπεσε στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών, πιθανότατα στο λόφο της Ιερουσαλήμ. Αναγνωρίστηκε αξιωματικός Ε’ τάξεως. Στη Λιβαδειά πολέμησαν και οι αδελφοί του Αλέξανδρος Δουζίνας και Αναγνώστης Δουζίνας μαζί με άλλους πολλούς Ποριώτες.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα). Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα και ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το 1805, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Ηταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12-13 Μαΐου 1821 (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς, που κρατούσε με 200 άντρες τα Ανω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επετίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. Πολέμησε στη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821. Διακρίθηκε κυρίως στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης.
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Πέθανε το 1849 στον Πειραιά.
Η άλλη πλευρά
Ομέρ Βρυώνης Γενικώς παραδεκτό είναι ότι ο Ομέρ Βρυώνης αναδείχθηκε στον σημαντικότερο Οθωμανό στρατηγό κατά τις αρχές της Ελληνικής επανάστασης. Αυτός εκπόρθησε τη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821 μετά από πολιορκία 17 ημερών. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν Τουρκαλβανός πασάς. Μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου βοήθηοε τον Μωχάμετ Αλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων.Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Τελικά όμως, προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον πρόδωσε και ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου,Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης πήρε εντολή να κατεβεί στην Ανατολική Ελλάδα, να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου 1821 και προσπάθησε να συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ’ αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά στη Χαλκομάτα και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα, τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε. Στη συνέχεια προχώρησε προς την Αμφισσα, για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Αλλά στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε αντίσταση από τμήματα Ελλήνων με αρχηγό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τα οποία τελικά νίκησε, αλλά φοβήθηκε να προχωρήσει στην Πελοπόννησο. Κατόπιν εισβάλλει στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, κυριεύει τη Λιβαδειά και προχωρεί προς την Εύβοια. Αλλά στα Βρυσάκια συναντά ισχυρή αντίσταση και παθαίνει σοβαρές ζημιές, Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και έλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Στο μεταξύ είχε επαναστατήσει η Δυτική Στερεά και οι Αλβανοί είχαν συμμαχήσει με τους Σουλιώτες εναντίον των Τούρκων. Ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς ανακάλεσε τον Βρυώνη στα Ιωάννινα, όπου διέσπασε τη συμμαχία και ανάγκασε τους Σουλιώτες σε συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό. Μετά την πτώση του Σουλίου, οι Τούρκοι με αρχηγούς τους Κιουταχή και Βρυώνη πολιόρκησαν το Μεσολόγγι. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης, τη νύκτα των Χριστουγέννων του 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του σουλτάνου. Αργότερα κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά και προσπάθησε για την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος, διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Βεράτι και τέλος στη Θεσσαλονίκη. Μετά χάνονται τα ίχνη του.