Γράφει η Στεργιανή Παναγιώτα Γιαφέντη
Στην documenta 7 του 1982, στο Κάσσελ της Γερμανίας, ο Γιόζεφ Μπόυς, αυτός ο τόσο εμβληματικός οραματιστής καλλιτέχνης, γλύπτης και θεωρητικός της τέχνης, με τη μεγαλύτερη επιρροή στο εικαστικό τοπίο του μεταπολεμικού Δυτικού κόσμου, αντί για γλυπτό, εγκατάσταση ή performance διοργανώνει μια εκστρατεία δενδροφύτευσης, που διαρκεί πέντε ολόκληρα χρόνια. Φυτεύει 7000 βελανιδιές και πυροδοτεί τη συζήτηση για το αν αυτή η δράση αποτελεί τέχνη, ένα “κοινωνικό γλυπτό” όπως ο ίδιος το ονομάζει, και πώς εν τέλει η τέχνη ορίζεται.
Ο Μπόυς, ο οποίος προσπάθησε με την ευφυή και προκλητική εικαστική του γλώσσα να διευρύνει την αντίληψη για την τέχνη, να την απεκδύσει από τον ελιτισμό της και μέσα από την κοινωνική της εναρμόνιση να αναδείξει την ικανότητά της να διαμορφώνει πολιτικά την κοινωνία, πίστευε όχι μόνο στη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη, που μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο, αλλά και ότι αυτή η δύναμη ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. «Κάθε άνθρωπος είναι ένας καλλιτέχνης», είναι μία από τις διασημότερες φράσεις του.
Ένα πρωινό, την περασμένη εβδομάδα, στο σημείο όπου είχα παρκάρει το αυτοκίνητό μου, αντίκρυσα τη συνήθη και επαναλαμβανόμενη σε κάθε γειτονιά εικόνα μιας Λιβαδειάς παραμελημένης και βρώμικης, που όσο απομακρύνεσαι από το τρίγωνο του κέντρου (Μπουφίδου-Γεωργαντά-Καλιαγκάκη) αποκαλύπτεται όλο και εντονότερα το ενοχλητικό πρόσωπο της αδιαφορίας, της αταξίας και της αντίληψης του “άρπα κόλλα”.
Το πρόβλημα είναι χρόνιο, δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά από καμία δημοτική αρχή – εξαίρεση ένα Πάσχα επί θητείας Α. Ρούσσαρη, και πάλι περιορισμένα στο ευρύτερο κέντρο της πόλης. Το γεγονός αυτό, εν τούτοις, καταδεικνύει πως όταν υπάρχει βούληση, τα πάντα είναι εφικτά – δυστυχώς τότε η βούληση διήρκεσε όσο υπήρχαν στην πόλη επισκέπτες, και η καθαρή Λιβαδειά ήταν ένα όνειρο που κράτησε τρεις μέρες μόνο).
Δεν ξεχνώ ποτέ την Άμφισσα. Την επισκέφτηκα ένα πρωινό καλοκαιριού πριν από λίγα χρόνια εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων των υπαλλήλων καθαριότητας των Δήμων της χώρας. Η Λιβαδειά πνιγόταν στα σκουπίδια και την αποφορά τους, την ίδια ώρα που στην Άμφισσα ήταν όλα τακτοποιημένα και πεντακάθαρα (είχα κάνει μια σχετική δημοσίευση τότε). Όσες φορές την έχω επισκεφτεί έκτοτε βλέπω υπαλλήλους του δήμου να καθαρίζουν συστηματικά και με επιμέλεια τα πεζοδρόμια και τα ρείθρα των δρόμων, βλέπω κάδους απορριμμάτων καθαρούς και πλήρως λειτουργικούς, με τα καπάκια τους κλειστά, να βρίσκονται στα ειδικά οριοθετημένα σημεία των δρόμων χωρίς σκουπίδια γύρω τους πεταμένα στο οδόστρωμα. Μια πόλη που η συλλογική προσπάθεια δήμου και δημοτών, αποπνέοντας τον αέρα της αγάπης για τον τόπο, την ομορφιά του και την ιστορία του, σε καλεί να τη σεβαστείς.
Καθώς οι δημοτικές εκλογές πλησιάζουν και οι πολυάριθμοι υποψήφιοι των συνδυασμών περιφέρονται στην πόλη διεκδικώντας την ψήφο μας, θυμήθηκα τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρούσε την πολιτική ως την ύψιστη των τεχνών. Και κάπως έτσι ήρθε στο νου μου και ο Μπόυς με το “κοινωνικό γλυπτό” του, ο “καλλιτέχνης” εντός μας και το παράδειγμα της Άμφισσας.
Δεν θυμάμαι ωστόσο καμία πρωτοβουλία ή συλλογική εξόρμηση των συνδυασμών και των εκατοντάδων υποψηφίων τους με σκούπες, φαράσια και σακούλες ώστε να σαρωθεί η Λιβαδειά απ΄ τη μια άκρη της ως την άλλη. Όχι προεκλογικά, για selfies και επικοινωνιακή εκμετάλλευση, αλλά για να δουν και να κατανοήσουν το πρόβλημα της κάθε γειτονιάς, να προσφέρουν συλλογικό έργο για το κοινό καλό, να εμφυσήσουν το όραμα της καθαρής και εύτακτης πόλης στους συνδημότες τους κινητοποιώντας τους και να δώσουν ένα ζωντανό παράδειγμα συλλογικότητας στην ευθύνη. Στον δρόμο, στην πράξη, όχι στα γραφεία και στα λόγια. Γιατί κάπως έτσι η ζωή γίνεται τέχνη και η πολιτική τέχνη αλλάζει τον κόσμο – έστω τον μικρόκοσμο της πόλης μας.