Αιώνας 19ος. Ο Διαφωτισμός έχει ανοίξει ένα ευρύ παράθυρο φρέσκων αντιλήψεων περί την παιδεία, την πνευματική πρόοδο και την κοινωνική συνοχή στον ευρωπαϊκό κόσμο. Είναι η μακρά περίοδος των αλλαγών, που οι ιστορικοί θα χαρακτηρίσουν «αιώνα της εκπαίδευσης», καθώς, κατά τη διάρκειά του, συμβαίνουν οι σημαντικότερες ανατροπές στον τομέα της παιδείας.
Στη Ρωσία, μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα, οι συντελούμενες πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές, με κορυφαία την κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ (για να αποτρέψει μία επανάσταση σε βάρος του), δίνουν ανάσα στον πληθυσμό.
Στην Αμερική, που διάγει μία χρυσή εποχή στοχασμού, γραμμάτων και λογοτεχνίας, ένας θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης, ο Μπρίγκαμ Γιανγκ, προβάλλει την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία, διατυπώνοντας «όταν μορφώνεις έναν άνδρα, μορφώνεις έναν άνδρα. Όταν μορφώνεις μία γυναίκα, μορφώνεις μία γενιά»…
Αλλά στην Ανατολή, η οθωμανική περίοδος κληροδοτεί μία προοδευτική διαφοροποίηση από τη Δύση. Το 1821, όταν η Ευρώπη βαδίζει ολοταχώς προς την πνευματική και οικονομική απογείωσή της, οι περιοχές –συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της ελληνικής επικράτειας- που διαφεντεύει η Υψηλή Πύλη, προετοιμάζουν την επανάσταση για την απελευθέρωσή τους και καθυστερούν να ακολουθήσουν το ρεύμα της προόδου…
Μέσα στις πρωτόγνωρες μυρωδιές του παγκόσμιου σκηνικού ανατροπής και με βαθιά πίστη στη ρήση του Μπρίγκαμ, μία Ελληνίδα της Κωνσταντινούπολης μάχεται να επιβιώσει ως σχεδόν… «persona non grata» στον ανδροκρατούμενο κόσμο της πάλαι ποτέ βασιλεύουσας. Με επιμονή, υπομονή και κυρίως με χειρουργική μαεστρία και ακρίβεια μπολιάζει μεθοδικά την κοινωνία της Πόλης –και όχι μόνον- με την αξίωση της να αναγνωρίζεται –αν μη τι άλλο- ως μέλος μίας εκπαιδευτικής κοινότητας, που αρνείται να δεχθεί στους κύκλους της το «ασθενές φύλο».
Η Σαπφώ Κληρίδη –που θα μείνει στην ιστορία των γραμμάτων με το φιλολογικό ψευδώνυμο Λεοντιάς, «η διδασκάλισσα του έθνους»- είναι άξιο τέκνο μίας οικογένειας λογίων και θέλουν δε θέλουν τα αρσενικά μέλη της κοινωνίας θα συνεχίσει την παράδοση, που της έχει αφήσει παρακαταθήκη ο πατέρας της, δάσκαλος της Ελληνικής Γλώσσας και ιδρυτής ελληνικών σχολείων στην Κύπρο, Λεόντιος Κληρίδης, άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και προσφορά στα γράμματα.
Η Σαπφώ έχει γεννηθεί το 1830 στο Μέγα Ρέμα της Κωνσταντινούπολης. Με την πνευματική καλλιέργεια του ελληνιστή πατέρα της και την ευγενική προσωπικότητα της επίσης εγγράμματης μητέρας της, Σοφίας, έχει μεγαλώσει στο σπίτι, όπου η μόρφωση δεν κάνει διακρίσεις σε φυλές και φύλα, σε αντίθεση με τα ήθη της εποχής, που θέλουν τον ρόλο της γυναίκας περιχαρακωμένο στο διττό χαρακτήρα της οικοδέσποινας και της μητέρας. Αποφοιτά από το Αρσάκειο Διδασκαλείο και από πολύ μικρή μιλάει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Είναι γυναίκα της μελέτης και της αφοσίωσης στον στόχο, που δεν είναι άλλος από το να αποδείξει ότι, προς όφελος του έθνους, η γυναίκα πρέπει να λαμβάνει μια πληρέστερη και ουσιωδέστερη εκπαίδευση από εκείνη που της επιτρέπουν τα κοινωνικά στερεότυπα.
Βέβαια, στην Ελλάδα του Όθωνα, την περίοδο της αντιβασιλείας, η εκπαίδευση των γυναικών έχει προβλεφθεί με διάταγμα της 6/18 Φεβρουαρίου του 1834 «περί δημοδιδασκάλων εν γένει και δημοτικών σχολείων», αλλά περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία και απαραίτητα: στη «γύμνασιν
εις γυναικεία εργόχειρα», στη θρησκευτική μόρφωση και στις γνώσεις υγιεινής και οικιακής οικονομίας. Αλλά κι αυτή η στοιχειώδης εκπαίδευση χωλαίνει στην εφαρμογή της, καθώς θα πρέπει να γίνεται από γυναίκες και το κράτος δεν διαθέτει αρκετά χρήματα για τη δική τους εκπαίδευση. Το 1837 η διείσδυση του δικτύου επιμόρφωσης στον γυναικείο πληθυσμό μόλις που αγγίζει το 9%. Η δυσλειτουργία στο θέμα της γυναικείας εκπαίδευσης είναι σαφής, αλλά το νεότευκτο ελληνικό κράτος δεν ασχολείται. Άλλωστε, κατά τις πεποιθήσεις της εποχής, στη διαδρομή προς την επαρκή πλήρωση του διπλού ρόλου της η γυναίκα καθοδηγείται πρωτίστως από τη φύση της. Μικρή είναι η συνδρομή της έξωθεν εκπαίδευσης στα του οίκου της και έως και άχρηστη η εκπαίδευσή της σε ό,τι αφορά τα εκτός αυτού. Τα όρια του κάθε φύλου είναι διακριτά και δεν συντρέχει λόγος να αλλάξουν… Η ευρεία παιδεία είναι για τον άνδρα και μόνον. Πάντως, στη Ιωνία, για δεκαετίες, τις αγκυλωμένες περί τη γυναικεία μόρφωση απόψεις, που κρατούν ανεκμετάλλευτο από τους Έλληνες τον χώρο της εκπαίδευσης του «ασθενούς φύλου», «αξιοποιούν» ωραιότατα ξένοι επιχειρηματίες, κατά κανόνα Γάλλοι και Γερμανοί, που σπεύδουν να ιδρύσουν δικά τους εκπαιδευτήρια, προς θρησκευτικό και πολιτικό προσηλυτισμό. Είναι εντυπωσιακή η ανταπόκριση των κοριτσιών της ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας, όπου η γυναικεία εκπαίδευση είναι συνυφασμένη περισσότερο με τον συρμό και την επίδειξη, παρά με αυτή καθαυτή τη χειραφέτηση της γυναίκας. Σημασία έχει ότι η συρροή των Ελληνίδων στα ξένα σχολεία είναι τέτοια, ώστε τα έτη 1875-1880 έχει φτάσει το 80% του συνόλου των μαθητριών, με καταβολή 8.000 χρυσών λιρών ετησίως για τα δίδακτρα!
Η Σαπφώ, πάντως, έχει ξεκάθαρες απαιτήσεις. Θέλει τη γυναίκα μορφωμένη, καλλιεργημένη και δυναμική. Ασφαλώς επιθυμεί να κάνει οικογένεια, αλλά δεν νοεί να θυσιάσει γι’ αυτήν τη δίψα της για μάθηση. Γνωρίζει τον Χιώτη μεγαλέμπορο Κωνσταντίνο Καλβοκορέση και τον ερωτεύεται. Τα όνειρά τους για ένα πολυμελές σπιτικό, στεριωμένο στις ακλόνητες αξίες της ευγένειας και της πνευματικής καλλιέργειας είναι κοινά. Ο Κωστής της, όπως τον αποκαλεί, δεν θα φρενάρει τις επιθυμίες της και άλλωστε εκείνη τον έχει πείσει για το αυτονόητο. Όσο μεγαλύτερη είναι η εκπαίδευση του νου και του πνεύματός της, τόσο περισσότερα εφόδια θα μπορέσει να κληροδοτήσει στα παιδιά τους. Αλλά οι εποχές είναι δύσκολες και για την επιβίωση των ασθενικών νεογνών. Η ιατρική δεν έχει μπει ακόμα στον δρόμο των θαυμάτων και τρία από τα τέσσερα παιδιά που αποκτούν, δεν καταφέρνουν να επιζήσουν. Η Κορίνα είναι το μόνο παιδί που επιζεί, δεν θα προλάβει, ωστόσο, να χαρεί ούτε τους γονείς ούτε τη ζωή της. Ο πατέρας της θα αρρωστήσει και στα 50 του θα φύγει. Η μητέρα της θα αποβιώσει μόλις έχει κλείσει τα 60 της και η ίδια θα φύγει δύο χρόνια μετά τη μητέρα της, αφού προηγουμένως έχει παντρευτεί κι έχει αποκτήσει δύο κόρες, τη Σαπφώ και την Άννα. Οι μαρτυρίες για τον πρόωρο θάνατο της Κορίνας διίστανται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η κοπέλα –κατά την πλειονότητα των πληροφοριών, στην ηλικία των μόλις 25 χρόνων- νόσησε βαριά και παρά τις προσπάθειες του ιατρού συζύγου της, Στέφανου Νάρλη, δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή. Άλλες πηγές κάνουν λόγο για αυτοκτονία της νεαρής μετά τον θάνατο της μητέρας της. Όπως και να έχει φύγει η Κορίνα, το σίγουρο είναι ότι έχει χορτάσει από την πληθωρική προσωπικότητα της μητέρας της… Η Σαπφώ Λεοντιάς είναι μία δυνατή γυναίκα με χαρίσματα, που όσο κι προσπαθούν κάποιοι να αγνοήσουν, δεν κρύβονται. Υπηρετεί με πάθος κάθε τι ελληνικό, από την αρχαία γλώσσα και την ιστορία, έως τη σύνθεση της οικογένειας και τις κοινωνικές δομές της νεοσύστατης Ελλάδας, διδάσκει και αναλαμβάνει θέσεις ευθύνης σε σχολεία εδώ και στην Ιωνία. Είναι μία ισχυρή προσωπικότητα, που κερδίζει πόντους με το σπαθί της. Με όπλο την παιδεία της, τις γνώσεις και τους τρόπους της, δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί δημόσια με λόγιους άνδρες, όταν διατυπώνουν θέσεις, τις οποίες εκείνη αξιολογεί ως προσβλητικές για κοινές αξίες. Σφάζει με το βαμβάκι την αδικία…
Αντιπαρατιθέμενη στις εκπεφρασμένες απόψεις, περί ανωτερότητας της «νεωτέρας γλώσσας», του ιδρυτή του Ελληνικού Παιδαγωγείου Σμύρνης και εκδότη της εφημερίδας «Αμάλθεια», Αντώνιου Ισηγόνη, η Σαπφώ υπογράφει άρθρο –σε αυτό το ίδιο, μάλιστα, έντυπο!- με το οποίο εκθειάζει την αρχαία ελληνική: «… είναι ανάγκη η σεπτή και ευγενέστατη αυτής (της γλώσσας) μήτηρ, η αρχαία ελληνική, εφ ικανόν έτι χρόνον να τη λούη και να την κτενίζη εις αυτάς τα ιεράς πηγάς των διαυγεστάτων και κρυσταλλίνων αυτής νάματα»! Αργότερα, στο δικό της έντυπο, την «Ευρυδίκη»,
αναφερόμενη στις θέσεις συναδέλφων της περί αντικατάστασης, στα διδασκαλεία, των αρχαίων κειμένων με απλουστευμένα, θα τονίσει: «… δεν δέχομαι να τους γδύσουν (τους αρχαίους συγγραφείς), να τους αφαιρέσουν τη βασιλική πορφύρα και να τους ντύσουν με δουλικό ιμάτιο…».
Στα χρόνια της ζωής της «οργώνει» τα ελληνικά σχολεία, που με την απελευθέρωση ξεπηδούν το ένα μετά το άλλο, κάνει ομιλίες, αντιπαρατίθεται αξιοπρεπώς με τους πολεμίους της γυναικείας χειραφέτησης και σαν άλλος Κοντορεβιθούλης από όπου περνά, αφήνει πίσω της γόνιμους σπόρους γνώσης και καλλιέργειας του νου και της ψυχής, κυρίως όμως προσθέτει πόντους στη θέση και τον ρόλο της γυναίκας τόσο στην οικογένεια όσο και στην κοινωνία.
Η μαθήτριά της, Πολυξένη Λοϊζιάς, μαρτυρά πως η Σαπφώ, το 1838 βρίσκεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, την Κύπρο, όπου εκείνος έχει κληθεί να διευθύνει κάποιο νέο σχολείο. Αλλά κι εκείνη, έφηβη πια, φαίνεται πως προγυμνάζει νεαρά κορίτσια, παρέχοντάς τους τα πρώτα φώτα της γνώσης. Στα 25 της καλείται στη Σάμο από τη σύζυγο του πρίγκιπα Ιωάννη Γκίκα της Βλαχίας, Αλεξάνδρα, λάτρη των γραμμάτων και των καλών τεχνών. Η Αλεξάνδρα της ζητά να αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας του Ιδρύματος Κορασίδων, που μόλις έχει εγκαινιαστεί στο νησί. Εκείνη δέχεται και ταξιδεύει για τη Σάμο, όπου θα παραμείνει τρία χρόνια έως ότου αποδεχθεί άλλη πρόσκληση, αυτή τη φορά από τη Σμύρνη, να αναλάβει τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου, που έχει ιδρύσει ο καθηγητής και ιερωμένος –κατοπινός Μητροπολίτης Μυτιλήνης- Μεθόδιος Αρώνης. Οι ικανότητές της θα την οδηγήσουν στις διευθυντικές θέσεις εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Σμύρνη, στη Λέρο, ξανά στη Σάμο, στη Σύρο και ξανά στη Σμύρνη, στην Πόλη και πάλι στη Σμύρνη, στο Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, όπου μάλιστα κατά τη διευθυντική θητεία της συντάσσεται και ο πρώτος κανονισμός του Ιδρύματος. Σύμφωνα με αυτόν, «σκοπός του Παρθεναγωγείου είναι η κατωτέρα και η όσον οίον τε ανωτέρα εκπαίδευσις των κορασίων». Η διδασκαλία διαρκεί έξι έτη και περιλαμβάνει τα μαθήματα της Ελληνικής Γλώσσας, των Θρησκευτικών, της Ηθικής, των Μαθηματικών, της Γενικής Ιστορίας, της Γεωγραφίας, της Ελληνικής και Γαλλικής Καλλιγραφίας και των Χειροτεχνημάτων. Στον κανονισμό λειτουργίας του Παρθεναγωγείου, η Λεοντιάς αναφέρει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να συμπεριφέρονται οι μαθήτριες εντός του Ιδρύματος -να μην σχολιάζουν, να είναι ήσυχες, καθαρές, σεμνές, ολιγομίλητες- αλλά εισάγει και απαγορευτικές γραμμές για τις δασκάλες: «Απαγορεύονται αυστηρότατα η βάναυσος χρήσης ραπίσματος ή ξυλισμού ή ύβρεων ή λόγων προσβλητικών καθ’ οποίας δήποτε μαθήτριας, οίον δήποτε σφάλμα ποιησάσης». Το 1877 θα τη βρει στη διευθυντική θέση του σχολείου «της μεσαίας τάξης και της εκπαίδευσης νηπιαγωγών», του Κεντρικού Ανώτερου Παρθεναγωγείου της Φιλομούσου Εταιρείας «η Παλλάς».
Στο μεταξύ, καλείται τακτικά να μιλήσει σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Σε μία από αυτές, με θέμα «Η συμβολή της γυναίκας στη διαπαιδαγώγηση των ανδρών» θα τονίσει: «Η ανατροφή μίας κόρης είναι η ανατροφή της κοινωνίας αυτής· η κοινωνία γεννάται εκ της οικογενείας, της οποίας η αρμονία είναι η γυνή. Αυτή είναι η φλοξ της αγάπης, αυτή και η φλοξ της εστίας».
Εκτός από εξαιρετικά καλλιεργημένη, η Λεοντιάς είναι ένα θηλυκό ιδιαιτέρως ευφυές. Γνωρίζει ότι οι μάχες κερδίζονται ήπια και μεθοδικά. Με το πρόσχημα της κατώτερης ή διαφορετικής φύσης, οι αντιλήψεις τις εποχής προβάλλουν την ανάγκη για διαφορετική εκπαίδευση των ανδρών, από εκείνη που κρίνεται απαραίτητη για την πλήρωση του διττού ρόλου της γυναίκας. Η Σαπφώ, ωστόσο, πίσω από αυτή τη θεωρία διακρίνει έναν έμφυλο ρατσισμό, μία επιθυμία για διαιώνιση της ανισότητας των φύλων, έναν φόβο για ανατροπή της παγιωμένης κοινωνικής δομής. Ξέρει, λοιπόν, καλά ότι για να κερδηθεί ο πόλεμος, πρέπει πρώτα να πιστωθούν μικρές μάχες στον αγώνα της αναβάθμισης της θέσης της γυναίκας μέσα στο σπίτι. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί με κραυγές και τσιτάτα. «Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα για να συμπορεύεται με τον άνδρα, να τον βοηθά και να συνεργάζεται μαζί του. Αποτελεί παράβαση της θείας διαταγής η γυναίκα να παρεκκλίνει από τούτα και να περιορίζεται στο να αρέσει σ΄ αυτόν, διότι έτσι καλλιεργείται η φιλαρέσκειά της και αντί να αναπτύσσει τη βοηθητική της ιδιότητα, καθίσταται αντικείμενο ευτελές» διατυπώνει σε ομιλία της με
τίτλο «Περί της γυναικός». Μορφώνεται διαρκώς, διδάσκει, γράφει, ταξιδεύει, μεταφράζει ξένους συγγραφείς και φιλοσόφους, η μετάφρασή της στο έργο «Εσθήρ» του Ρακίνα, το 1869, θεωρείται η κορυφαία όλων των εποχών!
Ο ξένος Τύπος της εποχής τη χαρακτηρίζει «μία από τις λογιότερες και ευφυέστερες Ελληνίδες» και «διαπρεπή, καλλιεργημένη Ελληνίδα που σε μία σκλαβωμένη χώρα τιμά το γυναικείο φύλο και τα ελληνικά γράμματα».
Το 1870, με την αδελφή της, Αιμιλία Κτενά, εγκαινιάζουν τη «γυναικεία εβδομαδιαία επιθεώρηση Ευρυδίκη». Στην ταυτότητα του εντύπου, οι ιδρύτριες συστήνονται με το κοινό τους: «Στόχος της Ευρυδίκης είναι να δώση ίσο πεπρωμένο σε όλες τις πνευματικές προόδους και των δύο φύλων, χωρίς διάκριση έθνους ή φυλής και να προωθήση ένα βήμα την άρθρωση του δημόσιου λόγου των γυναικών». Είναι η εποχή που η Σαπφώ ξεκινά να γράφει στην Αγγλική μία εγκυκλοπαίδεια για κορίτσια, με τίτλο «Chrestomathy for the use of Young Girls». Είναι πια 40 χρόνων, ώριμη, κατασταλαγμένη, γεμάτη εμπειρίες και σοφία, που θέλει να κληροδοτήσει στην επόμενη γενιά. Στοχεύει στην έκδοση δέκα τόμων. Προλαβαίνει να εκδώσει μόνο τρεις, 1ος τόμος κυκλοφορεί το 1876, ο 2ος το 1877 και ο 3ος το 1881.
Ο ιστοριοδίφης του 19ου αι. Σπυρίδων Δεβιάζης περιγράφει τη Σαπφώ ως εργασιομανή. «Η δουλειά είναι για κείνη σχεδόν εμμονή» σημειώνει στα λευκώματά του, σε μία παρατήρηση, που ταλαντεύεται ανάμεσα στον θαυμασμό και τον φθόνο.
Στα άρθρα της, η Λεοντιάς υπογράφει πάντα με το πατρικό της, παίρνοντας την ευθύνη των απόψεων που διατυπώνει και ερχόμενη συχνά σε κόντρα με υπερασπιστές της υπεροχής του «ισχυρού φύλου». Μία φορά μόνο υπογράφει ως Σαπφώ Λεοντιάς – Καλβοκορέση. Είναι το κείμενο, με το οποίο αποχαιρετά τον αγαπημένο της σύζυγο.
Κάποτε τη ρωτούν για τη χειραφέτηση του φύλου της. «Δεν αποδέχομαι τη λέξη χειραφέτηση» απαντά και εξηγεί: «Αυτή η λέξη υπονοεί χειραφέτηση δούλου και η γυναίκα είναι από τη φύση της ίση με τον άνδρα. Έχει την ίδια αξία με αυτόν. Δεν είναι σκλάβα, δεν είναι υποτακτική»!
Στα μέσα του 19ου αι., ο ιδρυτής του Ελληνοαμερικανικού Λυκείου στη Σύρο, Χρήστος Ευαγγελίδης, θα γράψει για τη Λεοντιάδα στο ημερολόγιό του: «Όπου πηγαίνει, σαγηνεύει τους πάντες με το ταλέντο της ως ομιλήτρια. Είναι προικισμένη με εξαιρετική μόρφωση και αξιοθαύμαστες πεποιθήσεις!».
Το 1883, η αγάπη της για την Ελλάδα και η δίψα της για γνώση και μελέτη των ακριβών αρχαίων θησαυρών της χώρας, θα τη φέρει στον ιερό βράχο της Αθήνας. Εδώ πάνω, πλάι στους μαρμάρινους κίονες του Παρθενώνα, θα απευθύνει την «ωδή στη λαμπρή πόλη των Αθηνών». Σ’ αυτό το ίδιο ταξίδι ζητά να επισκεφθεί τη φυλακή του Μεντρεσέ. Σε δημοσίευμά της η «Νέα Εφημερίς» σημειώνει ότι η σπουδαία Σαπφώ Λεοντιάς δώρισε στο ίδρυμα των φυλακών ένα σεβαστό χρηματικό ποσό για τις ανάγκες των απόρων κρατουμένων.
Η «διδασκάλισσα του έθνους» θα φύγει το 1890 στα 60 της χρόνια, έχοντας αφήσει παιδαγωγικά εγχειρίδια, μεταφράσεις, ποιήματα και σπουδαία αρθρογραφία τόσο στην «Ευρυδίκη», όσο και στο έντυπο «Η Εφημερίς των Κυριών». Στον επικήδειο που θα της αφιερώσει η Καλλιρόη Παρρέν, θα σημειώσει: «Η Σαπφώ Λεοντιάς ήταν αναμφίβολα η πιο σοφή και η πιο καλλιεργημένη παιδαγωγός αυτού του αιώνα»!