Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2007 έφυγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της 7ης τέχνης στη χώρα μας και πρωτοπόρος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ΝΕΚ.
Εμπνευσμένος από τη λογοτεχνία και χρησιμοποιώντας στυλιστικά στοιχεία από τον αμερικανικό κινηματογράφο, ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός Νίκος Νικολαΐδης αφιέρωσε περισσότερα από 40 χρόνια της ζωής του στον κινηματογράφο, κάνοντάς τον σχεδόν τρόπο ζωής και εφαρμόζοντας ασυνήθιστες νόρμες και τρόπους κινηματογράφησης. Και παρά τις δυσχερείς συνθήκες παραγωγής, στις οποίες βρέθηκε κατά καιρούς, παρέδωσε ένα έργο ολοκληρωμένο και μεγάλης ιδιαιτερότητας.
Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1939 στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Εξάρχεια. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό. Στον χώρο του κινηματογράφου μπήκε το 1960 ως βοηθός του σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη και δύο χρόνια αργότερα υπέγραψε την πρώτη του ταινία, τη μικρού μήκους «Lacrimae Rerum», εμπνευσμένη από ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα.
Το 1975 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», που δίχασε κοινό και κριτικούς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά ανέδειξε ένα νέο δημιουργό με φρέσκια ματιά. Η ταινία, που ανήκε στον χώρο του φανταστικού, απέσπασε δύο βραβεία, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και σκηνογραφίας. Ο Νικολαΐδης τη θωρούσε ως την πιο στέρεη και δομημένη ταινία του.
Το 1977 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος», με ήρωες δύο περιθωριακούς τύπους, τον Φάνη και την Τερέζα. Αμέσως δημιουργεί αίσθηση με την ωμότητα των
σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων του. Από τότε το βιβλίο είναι ένα από τα μπεστ-σέλερ της ελληνική πεζογραφίας.
Ο Νικολαΐδης έγινε ευρύτερα γνωστός με τη δεύτερη ταινία του «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα», 1979, με πρωταγωνιστές τους Άλκη Παναγιωτίδη, Χρήστο Βαλαβανίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα και Όλια Λαζαρίδου. Με την ταινία του αυτή έθεσε ερωτήματα που παρέμεναν στο περιθώριο μιας πολιτικοποιημένης εποχής. Ο τίτλος της έγινε το σύνθημα μιας γενιάς που έβλεπε να ξεθωριάζουν τα οράματα του γαλλικού Μάη και να ξεπροβάλλει μπροστά της μια σκληρή εποχή, όπου δεν θα υπήρχε χώρος για ρομαντικά προστάγματα.
Ακολούθησαν ακόμη επτά ταινίες, έξι κινηματογραφικές και μία τηλεταινία, και δύο μυθιστορήματα, μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 2007, που έφυγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο ίδιος είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και να ασχοληθεί με τη μουσική.
Οι ήρωες του Νικολαΐδη αγαπούν το ροκ εν ρολ, είναι απολύτως αντισυμβατικοί, ζουν στο περιθώριο και στο τέλος χάνονται, όχι από επαναστατικό μένος, αλλά από επιθυμία να πεθάνουν όποτε θέλουν και με τον τρόπο που θέλουν. Στις ταινίες του προβάλλει έντονα την αγωνία του για ένα μέλλον ζοφερό, εφιαλτικό και απρόσωπο, όπου ο ιδιωτικός χώρος ελέγχεται, τα συναισθήματα συνθλίβονται και ο έρωτας δεν έχει νόημα. Ακόμη και όταν επαναδιαπραγματεύεται έννοιες όπως η φιλία και η συντροφικότητα, οι ήρωές του έχουν «απλήρωτους λογαριασμούς» με τη ζωή και επιλέγουν ως έξοδο τον θάνατο.
Φανατικός σινεφίλ, ο Νίκος Νικολαΐδης έβλεπε δύο με τρεις ταινίες την ημέρα σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο σπίτι του στην Κηφισιά. Αγαπημένοι του σκηνοθέτες οι Τζέρι Λούις, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Όρσον Γουέλς, Ρόμπερτ Όλντριτς, Ρόμπερτ Σιόντμακ και Τσάρλι Τσάπλιν. Από τους σύγχρονους ξεχώριζε τον Εμίρ Κουστουρίτσα, τον Μάικλ Γουίντερμποτομ και τον Λαρς φον Τρίερ.
Για τις ταινίες του είπε:
«Όλες οι ταινίες μου αποτελούν κεφάλαια δύο μυθιστορημάτων, που με τα χρόνια ολοκληρώθηκαν. Το πρώτο μυθιστόρημα με τίτλο «Το σχήμα του εφιάλτη που έρχεται» ορίζεται μέσα από την τριλογία «Ευρυδίκη ΒΑ 2037», «Πρωινή Περίπολος» και «The Zero Years» και το δεύτερο με τον τίτλο «Όχι πια εδώ» καλύπτεται από τις ταινίες «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα», «Γλυκιά Συμμορία» και «Ο χαμένος τα παίρνει όλα», κύκλος που και αυτός έκλεισε και περιέχει και τα βιβλία μου «Ο Οργισμένος Βαλκάνιος» και «Γουρούνια Στον Άνεμο». Μένει ανολοκλήρωτο το κείμενο «Αυτοί που αγάπησαν ένα πτώμα», δηλαδή τα «Singapore Sling» και «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου», μαζί με τις δυο ανέκδοτες νουβέλες μου «Ο Ιούλιος και ο Συμεών στον Άδη». Οι ήρωες μου όμως συχνά – πυκνά περιφέρονται από το ένα στο άλλο μυθιστόρημα, πολλές φορές με πρόσωπο παραλλαγμένο. Θα έλεγα ότι στο «The Zero Years» συναντιούνται όλοι, πλην εκείνων των «Singapore…» και «Θα σε δω…».
Για τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο ανέφερε:
«Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπήρξε ένα ρεύμα που προσπαθούσε να φέρει μια ανανέωση και να αποτινάξει τον παλιό κινηματογράφο, τον οποίο εγώ τον θεωρώ σκουπίδι. Επειδή έχουν γίνει 15 καλές ταινίες με τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη δεν σημαίνει τίποτα. Εμείς δώσαμε μια μάχη να το αποτινάξουμε αυτό το πράγμα. Και τώρα βλέπουμε τους θεωρητικούς της ναΐφ περιόδου, «τι ωραία που ήταν τότε η Αθήνα» και «τι γλυκά που ήταν τότε τα πράγματα» και «τι απαλά που ήταν τότε τα συναισθήματα». Ένα κλισέ του κερατά ήταν. Αυτοί μας κοροϊδεύανε και μας έλεγαν «η όρθια διανόηση». Και γύριζαν πέντε ταινίες το 15ήμερο. Στο ίδιο ντεκόρ, με τους ίδιους ηθοποιούς, με άλλα ρούχα.»
Για την απόφασή του να εγκαταλείψει το σινεμά επεσήμανε:
«Το αποφάσισα μόλις τελείωσα το σενάριο του «The Zero Years». Το «γιατί» βρίσκεται τελικά στο ότι, και ας ακούγεται υπερφίαλο, το σινεμά πια είναι ένα πεδίο που δεν έχει μυστικά και το θεωρώ πλέον κατακτημένο χώρο. Εν ολίγοις, άρχισα να το βαριέμαι. Ασχολούμαι ήδη με αυτό 45 χρόνια, αρκετά. Τώρα θέλω ν’ ασχοληθώ με τη μουσική.»
Για τη «σκοτεινή αίθουσα» έλεγε πως «σταμάτησε να πηγαίνει σινεμά, όταν άρχισαν να πέφτουν στην αίθουσα πασατέμποι, κομπολόγια και κινητά» ενώ για το internet πίστευε πως «είναι η λεωφόρος των σκουπιδιών αλλά και των διαμαντιών, ανάλογα πώς θα το ψάξεις, και πού θα πέσεις».
Εργάστηκε ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός στις ταινίες:
Lacrimae Rerum: 1962, μικρού μήκους. Κρατικό Βραβείο υπουργείου Πολιτισμού, επίσημη ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών, 1964 και στο Φεστιβάλ του Μπιλμπάο, 1965.
Άνευ Όρων: 1968, μεσαίου μήκους.
Ευριδίκη ΒΑ 2037: 1975, μεγάλου μήκους. Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. Κρατικά Βραβεία: Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Μοντάζ (Γιώργος Τριανταφύλλου). Βραβείο Ένωσης Κριτικών Αθηνών. Επίσημη ελληνική συμμετοχή στα Φεστιβάλ του Βερολίνου, της Βιέννης, των Βρυξελλών και της Μπολόνιας.
Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα: 1979, μεγάλου μήκους. Βραβείο Σκηνοθεσίας, Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου (Χρήστος Βαλαβανίδης), Ήχου (Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. Βραβείο Ένωσης Κριτικών Αθηνών.
Γλυκιά Συμμορία: 1983, μεγάλου μήκους. Βραβείο Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου (Τάκης Σπυριδάκης), Φωτογραφίας (Άρης Σταύρου), Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Ήχου (Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρατικό Βραβείο Υπουργείου Πολιτισμού. Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Αθηνών.
Πρωινή Περίπολος: 1987, μεγάλου μήκους. Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρατικά Βραβεία: Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Φωτογραφίας (Ντίνος Κατσουρίδης). Επίσημη Ελληνική συμμετοχή στα Φεστιβάλ του Αβοριάζ και της Πορτογαλίας.
Singapore Sling: 1990, μεγάλου μήκους. Βραβείο Σκηνοθεσίας, Ερμηνείας Α’ Γυναικείου Ρόλου (Meredyth Herold), Φωτογραφίας (Άρης Σταύρου) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρατικά Βραβεία: Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης). Επίσημη Ελληνική συμμετοχή στα Φεστιβάλ των Βρυξελλών, του Άμστερνταμ, του Ρίμινι, του Τορόντο κ.ά
Το Κορίτσι Με Τις Βαλίτσες: 1993, μεγάλου μήκους, τηλεταινία.
Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου: 1999, μεγάλου μήκους. Επίσημη ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Βρυξελλών.
Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα: 2002, μεγάλου μήκους. Κρατικά Βραβεία: Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας, Κωστής Γκίκας.
The Zero Years: 2005, μεγάλου μήκους. Κρατικό Βραβείο: Σκηνογραφίας, Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου.
Βιβλία του είναι:
Οι Τυμβωρύχοι – Διηγήματα, 1964
Ο Οργισμένος Βαλκάνιος – Μυθιστόρημα, 1977
Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα – Σενάριο, 1980
Γλυκιά Συμμορία – Σενάριο, 1984
Γουρούνια στον άνεμο – Μυθιστόρημα, 1992
Ο χαμένος τα παίρνει όλα – Σενάριο, 2003
Μια στεκιά στο μάτι τού Μοντεζούμα – Μυθιστόρημα, 2007
Στο Θέατρο άφησε το στίγμα του με την παράσταση «Τα 7 κουτιά της Πανδώρας» του Βασίλη Ζιώγα, 1996.