Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, αφήνει την τελευταία της πνοή, χτυπημένη από καρκίνο, η Έλλη Λαμπέτη σε ηλικία 57 ετών. Η χαρισματική ηθοποιός με το όμορφο πρόσωπο, το τεράστιο ταλέντο και το γοητευτικό ψεύδισμα έγραψε τη δική της μοναδική ιστορία στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου. Πατέρας της ήταν ο Κώστας Λούκος, ιδιοκτήτης ταβέρνας, και μητέρα της η Αναστασία Σταμάτη. Ο παππούς της, γνωστός ως Καπετάν-Σταμάτης, είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821.
Το 1928 η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η Έλλη έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά απορρίφθηκε. Ωστόσο, το ταλέντο της αναγνωρίστηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη, που την πήρε κοντά της και σύντομα έγινε η αγαπημένη της μαθήτρια. Μάλιστα, της είχε τόση εμπιστοσύνη, ώστε της επέτρεψε να διαβάσει ακόμη και τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει από τον Ίωνα Δραγούμη, στις αρχές του 20ού
αιώνα. Εκείνη τη χρονιά απέκτησε και το νέο της επώνυμο, το οποίο το επέλεξε από το βιβλίο «Αστραπόγιανος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Πολύ σύντομα, το 1942, έκανε την πρώτη επίσημη θεατρική της εμφάνιση, στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως ηθοποιός εξαιρετικής εσωτερικότητας, με τον «Γυάλινο Κόσμο» στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Την ίδια χρονιά έκανε και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, στην ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Από το 1948 συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Κώστα Μουσούρη, τον μεγάλο αντίπαλο του Κουν. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον πρώτο μεγάλο της έρωτα.
Το 1950 παντρεύτηκε με τον Μάριο Πλωρίτη. Ο γάμος τους, όμως, δεν άντεξε για πολύ.. Χώρισαν τρία χρόνια αργότερα, όταν η Έλλη γνώρισε τον Δημήτρη Χορν. Μαζί έγραψαν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκρότησαν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα όπως «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι», «Το παιχνίδι της Μοναξιάς». Στη μεγάλη οθόνη, υπήρξαν συμπρωταγωνιστές στην «Κάλπικη Λίρα», 1956, του Γιώργου Τζαβέλα, το «Κυριακάτικο Ξύπνημα», 1954, «Το κορίτσι με τα μαύρα», 1956, «Το τελευταίο ψέμα», 1957, του Μιχάλη Κακογιάννη.
Παρότι η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στο σανίδι, η σχέση τους έφτασε στο τέλος της το 1959. Δήλωσαν ότι θα ξανασυνεργαστούν σύντομα, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ. Έως τότε η Έλλη είχε χάσει τη μητέρα της, τρία αδέρφια κι ένα μωρό που θα αποκτούσε με τον Χορν. Η μόνη αχτίδα σ’ αυτά τα τραγικά χρόνια ήταν η γνωριμία της με τον Aμερικανό συγγραφέα Γουέικμαν, ο οποίος υπήρξε ο επόμενος σύζυγός της έως το 1976.
Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση της στη ζωή της ηθοποιού το 1969. Μετά την εγχείρηση, ολική μαστεκτομή, στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Μια προσπάθεια υιοθεσίας από κοινού με τον Γουέικμαν της μικρής Ελίζας, της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4 χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο.
Ο καρκίνος έκανε την επανεμφάνισή του έπειτα από 11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν τα «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στον ρόλο της κωφής Σάρα.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στις 7.30 το πρωί άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ, όπου είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η ζωή της γράφτηκε σε βιβλίο από τον καλό της φίλο Φρέντυ Γερμανό κι έγινε μπεστ σέλερ, 13 χρόνια έπειτα από τον θάνατό της.