*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση (χωρίς έγγραφη άδεια του συγγραφέα) του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
του Δημήτρη Λάμπρου
Η Πέμπτη 10 Μαΐου 1907 δεν είναι μια τυχαία μέρα για τη Λιβαδειά. Αυτό είναι φανερό και στον πιο ανυποψίαστο αγρότη που γυρίζει από τα χωράφια του. Γιατί στις 7 το απόγευμα πριν ακόμα νυχτώσει -στην πλατεία Λάμπρου Κατσώνη- στην είσοδο της πόλης για όσους έρχονται από την Αθήνα και τη Θήβα είναι παραταγμένο το Δημοτικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Δήμαρχο, η Επιτροπή επί της δεξιώσεως, ένα μεγάλο πλήθος κόσμου. Από μια τέτοια συγκέντρωση δεν θα μπορούσε να λείπει η παιανίζουσα Φιλαρμονική και οι μαθητές της πόλης στις δυο πλευρές του δρόμου ανεμίζοντας ελληνικές και ιταλικές σημαίες.
Ιταλικές; Ναι, γιατί οι Ιταλοί είναι οι ερχόμενοι. Για την ακρίβεια πρόκειται για τον Όμιλο Ποδηλατών Τούρινγκ Κλαμπ, που με επικεφαλής τον βουλευτή Ατίλιο Μπρουνιάλτι και τους διακεκριμένους, καθέναν στον τομέα του, Τραζάτι, Σούπφερτ και Λέγκα, πραγματοποιούν την περιήγηση της Ελλάδας με μέσο το -εξωτικό τότε στην καθ’ ημάς Ανατολή- ποδήλατο.
Μετά τον γύρο της Πελοποννήσου οι Ιταλοί ποδηλάτες γίνονται αποθεωτικά δεκτοί στην Αθήνα και στη Θήβα. Στη Λιβαδειά από μέρες ο πυρετός των προετοιμασιών έχει καταλάβει την πόλη. Πέντε αψίδες από μυρσίνες στήνονται στα σημεία όπου θα περάσει η πομπή των 18 Ιταλών ποδηλατών, το Δημοτικό Συμβούλιο ψηφίζει έξοδα 1.500 δρχ. για το εξωραΐσμό, την υποδοχή και τη φιλοξενία των εκλεκτών ξένων και η επί της δεξιώσεως Επιτροπή καταρτίζει αυστηρό πρόγραμμα για την παραμονή και διανυκτέρευση των ποδηλατών στην πόλη του Τροφωνίου.
Όταν λίγο μετά τις 7.00 οι πρώτοι ποδηλάτες φτάνουν στη Λιβαδειά, ο Δήμαρχος Ιωάννης Γριπονησιώτης τους προσφωνεί με ένα θερμό λόγο: «Αδελφοί, διερμηνεύων πιστώς τα αισθήματα της πόλεως, ης έχω την τιμήν να προΐσταμαι, χαιρετίζω υμάς γηθοσύνως, ευγενέστατα τέκνα της ενδόξου Ιταλίας με το καλώς ήλθατε. Δεν είναι μόνον η αρχαία ιστορία ήτις συνδέει τους δύο λαούς, ουδέ η νεωτέρα καθ’ ην το τίμιον αίμα τέκνων της Ιταλίας έρρευσεν εις το πλευρόν ημών εν Θεσσαλία κατά τον πόλεμον του 1897, αλλά και σήμερον αλλεπάλληλα γεγονότα προσφίγγουσιν έτι περισσότερον τους δεσμούς των δύο ενδόξων και αδελφών εθνών, άτινα εν αδελφικώ εναγκαλισμώ ατενίζουσι το πλήρες ελπίδων μέλλον. Επαναλαμβάνων τον χαιρετισμόν μου προς τα αγαπητά της Ιταλίας τέκνα, ανακράζω μετά χαράς και ενθουσιασμού Ζήτω ο ιταλικός λαός, ζήτω ο Βασιλεύς Βίκτωρ Εμμανουήλ».
Οι ζητωκραυγές καλύπτουν τα τελευταία λόγια του δημάρχου Λεβαδέων κι όταν ο γιατρός Ε. Χαροκόπος προσφέρει στους Ιταλούς μια πλούσια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα, μια σιωπή πλανιέται πάνω από το πλήθος. Ο επικεφαλής της ιταλικής αποστολής Α. Μπρουνιάλτι ευχαριστεί στα ιταλικά τον Δήμαρχο και τον λαό της Λιβαδειάς για την ένθερμη υποδοχή. Κάποιοι διακρίνουν ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών του ενεργητικού αυτού άντρα, ο οποίος κλείνει την αντιφώνησή του: «Η εγκάρδια αυτή υποδοχή του λαού της Λιβαδειάς δεν μπορεί παρά να μας συγκινήσει βαθιά. Και οι επευφημίες σας να βρουν ηχώ στην καρδιά μας» .
Με τη λήξη της τελετής υποδοχής, οι ποδηλάτες μαζί με το πλήθος προχωρούν προς την οδό Μπουφίδου, μέσα σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού και πάντα υπό τους ήχους της προπορευόμενης Φιλαρμονικής. Οι δεσποινίδες στα εορταστικά στολισμένα μπαλκόνια ραίνουν με άνθη τους Ιταλούς, οι οποίοι δεν παραλείπουν -από τότε- να αντιχαιρετήσουν τα ωραία κορίτσια βγάζοντας τα καπέλα τους με τη χαρακτηριστική ιταλική κομψότητα.
Η πομπή κατευθύνεται στην παλιά αγορά. Βαθιά εντύπωση προκαλεί στους ξένους το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ ψηλά στον βράχο που μοιάζει απόκοσμο, μετέωρο, μοναχικό εκεί που μόνο η πρόνοια του θεού θα μπορούσε να το διατηρεί -στα ύψη και στα βάθη μιας φύσης απροσπέλαστης κι όμως υπάκουης στο υπερβατικό και στο θείο.
Στο Δημαρχείο βρίσκεται ήδη ο νομάρχης Βοιωτίας, που μαζί με τον δήμαρχο παραθέτουν δεξίωση και προσφέρουν στους ποδηλάτες και τη συνοδεία τους αναψυκτικά. Την ίδια στιγμή οι μαθητές της Λιβαδειάς παρελαύνουν κάτω από το Δημαρχείο ψάλλοντας εναλλάξ τον ελληνικό και τον ιταλικό εθνικό ύμνο. Οι Ιταλοί στριμωγμένοι στα μπαλκόνια και στα παράθυρα εκδηλώνουν το μεσογειακό ταμπεραμέντο της φυλής τους με ουρανομήκεις ιαχές, μεταξύ των οποίων κανείς εύκολα ξεχωρίζει το «Ζήτω η Ελλάς» – στα ελληνικά παρακαλώ.
Όμως η νύχτα είναι μακριά. Στις εννιά το βράδυ μεγάλο δείπνο παρατίθεται στο ειδικά για την περίσταση διακοσμημένο καφενείο των αδερφών Ραυτόπουλου, στην Πλατεία Γεωργίου του Α’ προς τιμήν των επίσημων ξένων. Είναι ο δήμαρχος εκεί, το Δημοτικό Συμβούλιο, ασφαλώς η Επιτροπή και πενήντα ακόμα υπάλληλοι και πολίτες. Πριν την πρόποση του Δημάρχου, παίρνει τον λόγο ο λογιστής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης Σ. Μητρόπουλος. Αυτός, στα ιταλικά με άψογη προφορά και ωραία απαγγελία, υπενθυμίζει την ευγνωμοσύνη που οφείλει η Ελλάδα στους Ιταλούς του στρατηγού Γαριβάλδη, αλλά και τον πεσόντα στον Δομοκό βουλευτή Φράτι. Ο Μητρόπουλος εκφράζει τη χαρά ολόκληρης της Λιβαδειάς που υποδέχεται τέτοιους εκλεκτούς ξένους και βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλώσει στο πρόσωπό τους τα φιλικά αισθήματα της πόλης στον συγγενή ιταλικό λαό.
Στη μακροσκελή απάντησή του ο Μπρουνιάλτι πλέκει το εγκώμιο των επιτευγμάτων του νεότερου ελληνισμού, επανέρχεται ασφαλώς στη δόξα της αρχαίας Ελλάδας και καταλήγει τονίζοντας ότι τέτοια έθνη σαν το ελληνικό και το ιταλικό προορίζονται να καταλάβουν κεντρική θέση στην παγκόσμια κονίστρα. Παρατεταμένα χειροκροτήματα διαδέχονται τον συγκινητικό λόγο του βουλευτή και η Φιλαρμονική απαντά παιανίζοντας τον ιταλικό εθνικό ύμνο. Με το τέλος του ξαφνικά οι Ιταλοί σηκώνονται όρθιοι και ψάλλουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο.
Είναι μια κορυφαία, γεμάτη ένταση στιγμή μέχρι την επόμενη – λίγη ώρα αργότερα. Στις δέκα ακριβώς το βράδυ 500 μαθητές από τα σχολεία της πόλης παρελαύνουν κρατώντας ενετικούς φανούς και βεγγαλικά στα χέρια. Εντυπωσιακή η λαμπαδηφορία, πολύ περισσότερο που οι νεαροί μαθητές τραγουδούν ταυτόχρονα ελληνικά και ιταλικά άσματα. Οι Ιταλοί με εκείνη την ορμή που ξεσηκώνει η περηφάνια πετάγονται έξω για να παρακολουθήσουν αυτόν τον φωτεινό ποταμό να πλημμυρίζει τους δρόμους της Λιβαδειάς. Ζητωκραυγάζουν τους λαμπαδηφόρους μαθητές κι εκείνοι με τη σειρά τους ανταποδίδουν τις ζητωκραυγές στους Ιταλούς επισκέπτες, τους ακούραστους αυτούς ποδηλάτες-περιηγητές.
Η γενική ευωχία συνεχίζεται ως τα μεσάνυχτα. Είναι πια η ώρα οι Ιταλοί να αποσυρθούν σε ενδιαιτήματα που τους προσφέρουν οι επιφανέστερες οικογένειες της πόλης για να αναλάβουν δυνάμεις. Μη λησμονούμε ότι τις προηγούμενες μέρες έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα με τα ποδήλατα στους άθλιους δρόμους της εποχής.
Όμως η πατροπαράδοτη ρουμελιώτικη φιλοξενία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη. Ήδη από το χάραμα πλήθος Λιβαδιτών έχει συρρεύσει και έχει καταλάβει τα υψώματα γύρω από το εικαζόμενο μαντείο του Τροφωνίου για να μπορεί να παρακολουθήσει την αποχαιρετιστήρια τελετή.
Πράγματι στις οκτώ το πρωί ο όμιλος των Ιταλών ποδηλατών Τιούρινγκ Κλαμπ με επικεφαλής τον Μπρουνιάλτι, μαζί με τον νομάρχη, τον δήμαρχο, τον διευθυντή της Αστυνομίας και άλλους τοπικούς παράγοντες φτάνουν στο χώρο. Ο Γριπονησιώτης ξεναγεί τους προσκεκλημένους στα αρχαία θραύσματα και στους ψιθύρους αλλοτινών καιρών, στα νάματα των πηγών της Έρκυνας. Στο παρακείμενο καφενείο παίρνουν ένα αναψυκτικό κι ενόψει της αναχώρησης ο Μπρουνιάλτι, που όπως έχει ήδη καταστεί σαφές δεν χάνει καμία ευκαιρία, εκφωνεί με τη βροντώδη φωνή του στα γαλλικά έναν ακόμα μακρό λόγο: «Πριν σας αποχαιρετήσω, καθήκον θεωρώ ίνα ευχαριστήσω την πόλιν Λεβαδείας, την Δημοτικήν αρχήν πρωτίστως και είτα τας λοιπάς αρχάς διά την ένθερμον δεξίωσιν και τας αδελφικάς περιποιήσεις ας ετύχομεν ευρισκόμενοι ενταύθα και υπό την σκιάν των πλατάνων πλησίον των ιστορικών πηγών Λήθης και Μνημοσύνης, πλησίον του άντρου του Τροφωνίου». Και ο Ιταλός βουλευτής καταλήγει: «Εύχομαι εις τον Ύψιστον όπως το μέλλον ενώση την Λεβάδειαν με την Κωνσταντινούπολην. Εύχομαι εις τον Ύψιστον, ίνα αποθάνω, όταν ίδω την Ελλάδα ευημερούσαν. Όταν δε μεταβώμεν εις Ιταλίαν θα γίνομεν διαπρύσιοι κήρυκες των δικαίων της Ελλάδος. Ο ελληνικός λαός, φίλεργος και υπό τοιούτων αισθημάτων κατεχόμενος, δεν δύναται παρά να γίνη εφάμιλλος των μεγάλων κρατών και να καθέξη την θέσιν ην εν τη αρχαιότητι είχεν. Όστις δεν εγνώρισεν την Βοιωτίαν δεν εγνώρισεν όλην την Ελλάδα. Ζήτω η πόλις Λεβάδεια, Ζήτω ο ελληνικός λαός».
Τα τελευταία αυτά λόγια του ορμητικού Ιταλού καλύπτονται από χειροκροτήματα, ενώ η Φιλαρμονική θα παίξει για μια ακόμα φορά τον ιταλικό εθνικό ύμνο. Μετά το λόγο του Μπρουνιάλτι η μικρή δεξίωση διαλύεται και ο κόσμος σκορπίζει πλημμυρίζοντας την οδό Τροφωνίου. Όλοι κατευθύνονται στη βόρεια έξοδο της πόλης, όπου ανάμεσα σε χειροκροτήματα και τις νότες της πανταχού παρούσας Φιλαρμονικής οι Ιταλοί ανεβαίνουν στα ποδήλατά τους και αναχωρούν ο ένας μετά τον άλλο. Μέχρι τον Λέοντα της Χαιρωνείας τους συνοδεύει με την άμαξά του ο δήμαρχος Λεβαδέων και η Επιτροπή Υποδοχής. Εκεί οι Ιταλοί ποδηλάτες του Τιούρινγκ Κλαμπ , αφού τραβήξουν τις απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες, προμηθεύονται λίγα τρόφιμα και συνεχίζουν την πορεία τους. Επόμενος σταθμός ο Μπράλος, οι Δελφοί και η Ιτέα πάντα με το ποδήλατο. Από εκεί με ατμόπλοιο στην Πάτρα και επιστροφή στο Μπρίντεζι.
Έτσι πέρασε ένα πανηγυρικό διήμερο, με ένα γεγονός που ποίκιλλε ευχάριστα την καθημερινή ζωή της Λιβαδειάς. Την καθημερινότητα που κατά βάση σερνόταν θαμπή στη σκόνη. Λίγες μέρες αργότερα σκοτώθηκε ο καπετάν Φούφας, ο μεγάλος μακεδονομάχος, στη μέση ενός αγώνα που είχε ξεκινήσει μερικά χρόνια πριν. Και που έμελλε στο τέλος του να δει πραγματωμένες κάποιες από τις ευχές που ο Ατίλιο Μπρουνιάλτι απηύθυνε στους συγκεντρωμένους Λιβαδίτες από τις όχθες της Έρκυνας εκείνη την άνοιξη του 1907.
Στην κεντρική φωτό η Λιβαδειά το 1909, Πανεπιστήμιο Κολωνίας.