Του Δημήτρη Λάμπρου
Κάτω από έναν ουρανό που όλα τα θυμάται ξεκίνησα το απόγευμα την ανηφοριά. Ρεπορτάζ ή προσκύνημα, όπως κι αν το πεις έχει ιδρώτα πολύ. Πρέπει αναμφίβολα να έχεις μια κλίση ή ακριβέστερα μια απόκλιση για να θεωρείς ψυχική απόλαυση την ανάβαση σε τέτοιες κλίσεις με τις βελόνες των πεύκων να στενάζουν κάτω από τα βήματά σου. Η καρδιά ποτίζει το σώμα, χτυπάει πια γρήγορα, δυνατά, άτακτα – όπως σε όλες τις εναντιότητες και τους έρωτες. Μέχρι να πιάσεις την πρώτη κορφή και να σε αποζημιώσει η θέα. Κοινοτοπία, αλλά δεν εμποδίζει να κοιτάξεις πιο λοξά: ένα άνθος του βράχου που σίγουρα θα ξέρει όλα τα μυστικά του πόνου, τα σκίνα που υψώνουν κατακίτρινες τις σημαίες της νίκης τους ή τα κυπαρίσσια που στέλνουν σαν χάδι στον ουρανό τη γεμάτη αρώματα σιωπή τους.
Η κυριαρχία των λουλουδιών είναι ολοκληρωτική, τραβάνε το βλέμμα όπου κι αν στέκονται. Σαν να τα ποτίζουν οι άγγελοι, αγνά και διαβολικά μαζί, αδύναμα μα όμορφα, που δεν τολμάς να τα αγγίξεις. Μια φυσική χάρη απλώνεται τριγύρω με θεία αβρότητα, δίχως να βιάζεται και δίχως να τελειώνει. Κραδασμοί ζωής ξεχύνονται ανάμεσα στα οξειδωμένα βράχια και παγιώνουν την πίστη μου ότι πολλές προσευχές έμειναν για πάντα εδώ στα ψηλά. Το κόκκινο του βράχου συναρπάζει και το κόκκινο της γης όχι λιγότερο: ένα κορίτσι δίπλα μου κόβει μια παπαρούνα για να την δώσει στον καλό της κι ένα κυκλάμινο πιο κει τρυπάει συστηματικά την πέτρα μέχρι να βρει εκείνο που ψάχνει. Ο γκρεμός χάσκει σαν άδειο παρελθόν κι ό,τι μικραίνει στην πόλη κάτω εκπέμπει ένα ευδιάκριτο μήνυμα ματαιότητας.
Πρώτος σταθμός ο Αγιος Μηνάς. Γη ιερή, ξωκκλήσι βγαλμένο από ελληνικά παραμύθια, χωρίς ψιμύθια και στολίδια. Η κατάσταση του ναού είναι πολύ πιο ευπρόσωπη από εκείνη του 2015 όταν είχα ξαναβρεθεί στην αυλή του. Μια απόκοσμη θαλπωρή είναι ήδη παρούσα. Δεν ξέρω αν είναι ο θεός, αλλά ίσως να είναι η σκέπη του. Εδώ συναντώ τους πρώτους προσκυνητές κι έναν ποδηλάτη που σίγουρα δεν του λείπει το κουράγιο. Η μεγάλη σκάλα που οδηγεί στην Ιερουσαλήμ, στενή και απότομη, μου γνέφει ζωηρά. Και με προκαλεί. Δεν είναι η στιγμή να κάνεις πίσω. Κονταίνει η ανάσα, αλλά το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, η Ιερουσαλήμ όπως λέμε,με πλησιάζει όλο και πιο πολύ.
Εδώ είναι το τέρμα. Και να το τέλος. Εδώ ο τόπος. Είναι ο τόπος που όταν φτάνεις σαν να μην έχεις τι να άλλο να κάνεις. Εχεις ήδη φτάσει. Αρκετοί οι επισκέπτες πριν από μένα αμήχανοι παρατηρούν αυτούς που πατάνε στο τελευταίο σκαλί. Αφήνομαι στο δέος που προσδοκούσα ξεκινώντας και ζω μια στιγμή από κείνες τις σπάνιες που ενώνουν το παρελθόν με το μέλλον. Ενα κύμα από ασβεστωμένες παιδικές μνήμες με τυλίγει. Σαν να ξανακούω τον ήχο του νομίσματος που πέφτει στην πηγή μαζί με την ευχή μας. Θρύλοι και άγιοι ξεχύνονται αόρατοι αλλά απτοί. Ξανανιώθω την αρχιτεκτονική της αλλοτινής σοφίας και τη λιτότητα ενός πνεύματος που ψιθυρίζει σαν λυγμός στο πέρασμα του ανέμου, σαν φτερό αγγέλου που άγγιξε τη σπηλιά για να βρει τόπο η ομορφιά. Μια βαθιά ματιά στην ανυπέρβλητη θέα συναντά τη Λιβαδειά από πολύ ψηλά.
Κι έπειτα πάτημα στη γη. Η καρδιά μπορεί να ραγίζει, αλλά η ψυχή πρέπει πάντα να αντέχει: αυτό που βλέπω -καθαρά πια- είναι άμορφο, άσχημο. Το όλον αλλά και τα μέρη του. Η σκάλα απότομη, ολισθηρή, επικίνδυνη, γεμάτη χάσματα και παγίδες. Τα κάγκελα παλιά, σκουριασμένα, πόσο ασφαλή άραγε; Το άρρυθμο εκκλησάκι στην βόρεια πλευρά είναι ιδιότυπα αρμονικό. Αλλά στη δυτική με την “τετραχρωμία”, την αφροντισιά και τον δυσανάλογο τρούλο είναι too much. Xρειάζεται ανακαίνιση, νέα ματιά, ένα νέο πρόσωπο. Ας απευθύνει η Μητρόπολη μια πρόσκληση για προτάσεις διαμόρφωσης που να ανανεώσουν το εκκλησάκι και τον χώρο, o οποίος γενικότερα είναι εγκαταλελειμμένος. Η μυθική πηγή που χύνει τα θαυματουργά της δάκρυα έχει εξίσου κακή εικόνα. Ακόμα και ο φωτεινός σταυρός μπορεί να γίνει πιο διακριτικός, πιο ταιριαστός με όσα σπατάλησε το κάλλος στη μικρή αυτή κόχη του κόσμου μας.
Κι έπειτα η επικίνδυνη κάθοδος. Τα περίφημα 600 σκαλιά βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Κατανοητό ενδεχομένως, αλλά όχι αποδεκτό. Ας μην χρειαστεί ένα ατύχημα για να γίνει μια αρχή επισκευής και συντήρησης.
Τώρα τα πάντα γίνονται με μια βία κατηφορική, το υψόμετρο προσθέτει ενέργεια, τα πόδια ταχύνουν το βήμα. Το κόκκινο πέφτει πια στα βλέφαρα της δύσης που χάνεται πίσω από το Κάστρο. Η μέρα τελειώνει και το σκοτάδι θα ρίξει τις αναμνήσεις της στην ήρεμη θάλασσα της νύχτας. Ένα ζευγαράκι στην όχθη προσπαθεί να ταιριάξει τις νότες μιας τρομπέτας με το κελάρυσμα της πράσινης Ερκυνας.Η πύλη χάνεται πίσω μου γρήγορα αφήνοντας τον νοσταλγικό απόηχο του εφήμερου που άλλωστε συγκροτεί τον πυρήνα της ομορφιάς. Πεζός στο φαράγγι. Πεζός στην πόλη. Πεζός πραγματικά.