Γράφει ο
Δημήτρης Λάμπρου
Μπορεί, όπως γράφαμε χτες (εδώ H Μεγάλη Δευτέρα) ολόκληρη η ουσία του Ανατολικού Ορθόδοξου δόγματος να είναι η αθανασία, η υπόσχεση της Ανάστασης και ο θρίαμβος της ζωής, σε αντίθεση με τους βόρειους λαούς, τους καθολικούς και κυρίως τους προτεστάντες, για τους οποίους ο χριστιανισμός διολισθαίνει αργά αλλά σταθερά σε ένα είδος ηθικής πυξίδας και εργαλείου κοινωνικής ισορροπίας χωρίς μυστήρια και εσχατολογικές εμβαθύνσεις. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και η δική μας Εκκλησία δεν δράττεται της ευκαιρίας της Μεγάλης Εβδομάδας για να υπενθυμίσει στους πιστούς δύο μεγάλες αρετές, που υπακούουν βέβαια σε μια βαθιά θρησκευτική ανάγκη, αλλά δεν παύουν να είναι και κοινωνικά χρήσιμες και αποδοτικές, να συντελούν στην εύρυθμη λειτουργία της συνύπαρξης των ανθρώπων.
Πρόκειται για την προνοητικότητα παράλληλα με τη συνεχή επιδίωξη της αρετής και την εργατικότητα παράλληλα με την ανυστεροβουλία που πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος θα ανταμείψει όσους καλλιεργούν τα χαρίσματά τους. Οι δύο παραβολές της Μεγάλης Τρίτης, των δέκα παρθένων και των ταλάντων, δεν διδάσκουν μόνο αλλά και προκαλούν θαυμασμό για το βάθος της απλότητας και για την ακριβή τους συναρμογή σε μια διδασκαλία που βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι.
Η πρώτη ιστορία των δέκα παρθένων είναι διδακτική και παραστατική. Δέκα παρθένες ετοιμάζονται να υποδεχτούν τον νυμφίο, τον γαμπρό δηλαδή, σε ένα γάμο. Από τις δέκα οι πέντε ήταν φρόνιμες κι είχαν φροντίσει να έχουν μαζί τους απόθεμα λαδιού σε περίπτωση που υπάρξει καθυστέρηση. Οι άλλες πέντε δεν το σκέφτηκαν ή αμέλησαν. Ο νυμφίος πραγματικά άργησε να εμφανιστεί και οι παρθένες κοιμήθηκαν. Όταν στη βαθιά νύχτα μια φωνή ακούστηκε να λέει «ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός» και οι δέκα έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Κατά τη διάρκεια όμως του ύπνου το λάδι στα λυχνάρια είχε σωθεί. Οι πέντε σώφρονες παρθένες ξαναγέμισαν τα λυχνάρια τους με το λάδι που είχαν προνοήσει να έχουν μαζί τους και έτσι ακολούθησαν τον γαμπρό όταν άνοιξαν οι πύλες. Ενώ οι πέντε μωρές παρθένες έχασαν την ευκαιρία και έμειναν εκτός νυμφώνος.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς βαθιές θεολογικές γνώσεις για να αντιληφθεί ότι νυμφώνας είναι η βασιλεία των ουρανών, όπου θα εισέλθει εκείνος που έχει προνοήσει για την ψυχή του κι όχι εκείνος που τελευταία στιγμή θα διαπιστώσει ότι το λυχνάρι του σβήνει χωρίς να έχει δυνατότητα αναπλήρωσης. Ο συνεχής αγώνας για τη σωτηρία της ψυχής είναι προϋπόθεση για την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών, για την ένωση με τον νυμφίο. Γι’ αυτό ο Ιησούς κλείνει την παραβολή των δέκα παρθένων με την προτροπή «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται».
Η δεύτερη παραβολή, των ταλάντων η λεγόμενη, αναφέρεται στον πλούσιο που αποφάσισε ένα μακρινό ταξίδι. Φώναξε τους τρεις υπηρέτες του και τους εμπιστεύτηκε κάποια χρήματα, τάλαντα. Στον πρώτο έδωσε πέντε τάλαντα, στον δεύτερο δύο και στον τρίτο ένα. Όταν μετά από καιρό γύρισε, ζήτησε από τους υπηρέτες του απολογισμό για την αξιοποίηση των χρημάτων που τους είχε παραδώσει. Ο πρώτος είχε δουλέψει σκληρά και είχε διπλασιάσει το ποσό. Το ίδιο και ο δεύτερος. Όμως ο τρίτος όχι μόνο δεν αξιοποίησε το τάλαντο, αλλά κατηγόρησε τον αφέντη του ότι τον είχε αδικήσει. Ο άρχοντας εκείνος πήρε το τάλαντο από αυτόν τον υπηρέτη και το έδωσε στον πρώτο.
Το δίδαγμα είναι κι εδώ εύκολα κατανοητό. Ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργεί τα ταλέντα του με ακαταδάμαστη θέληση για να ωφελείται ο ίδιος και οι γύρω του. Ο δρόμος της μεμψιμοιρίας και της φυγοπονίας είναι αδιέξοδος . Γιατί σ’ αυτόν που έχει θα δοθεί και περίσσευμα, ενώ από εκείνον που δεν έχει θα αφαιρεθεί κι αυτό που έχει. Ή όπως το θέτει το Κατά Ματθαίον: «Τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται. Από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ’ αυτού».
Η φράση αυτή με έναν περίτεχνο θεολογικό συλλογισμό ερμηνεύεται ως εξής: η ανταμοιβή του καθενός δεν είναι ανάλογη της απόδοσης, αλλά ανάλογη της προσπάθειας που κατέβαλε. Και ο θεός έχει δώσει σε καθέναν χαρίσματα προσωρινά, τέτοια που οφείλει να τα αξιοποιήσει. Όσοι από υστεροβουλία και οκνηρία δεν το πράττουν θα τα απολέσουν. Και μαζί τη δυνατότητα να ακούσουν από τον Κύριο: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου”.
Στην κεντρική φωτογραφία: Τη Μεγάλη Εβδομάδα, τον Απρίλη του 1965, ο Charles W. Cushman περνάει από τη Λιβαδειά και φωτογραφίζει την πόλη. Τα κλήματα στο τρακτέρ επί της οδού Θεσσαλονίκης πηγαίνουν προφανώς στους “λάκκους”.