Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, ακόμα και της γης τα χάσματα και απαλύνει τις μνήμες. Ετσι πολλοί έχουν ξεχάσει ότι τη Θήβα την έχει επισκεφθεί πολλές φορές ο Εγκέλαδος συχνά με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Προσοχή, δεν μιλάμε για το ρήγμα των Αλκυονίδων, που κι αυτό έχει τη συνεισφορά του σε τρομερά δυστυχήματα στην περιοχή των Θηβών, αλλά για ρήγματα στην επαρχία Θηβών που έχουν δώσει σεισμούς των 6 και περισσοτέρων Ρίχτερ σ’ ένα ευρύ φάσμα χρόνου.
Τέτοιες μέρες πριν από 107 χρόνια, στις 4 Οκτωβρίου του 1914, χτύπησε την πόλη ένας σεισμός, που σύμφωνα με τις μεταγενέστερες εκτιμήσεις είχε μέγεθος 6,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και προήλθε από το ρήγμα Καλλιθέας-Ασωπίας. Φαίνεται ότι δεν υπήρξαν ή δεν καταμετρήθηκαν νεκροί ή σοβαρά τραυματίες. Εχει ενδιαφέρον να δούμε το επίσημο πλήρες ανακοινωθέν του Αστεροσκοπείου Αθηνών που εκδόθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας.
“Σήμερον τη 7 ώρα 57 λ. και 31 δευτερόλεπτα π.μ. εσημειώθη υπό του σεισμογράφου του Αστεροσκοπείου μεγάλη σεισμική δόνησις προελθούσα Β.Δ. και εξ αποστάσεως 45 χλμ. Η δόνησις αύτη εγένετο πολύ αισθητή εν Αθήναις προξενήσασα ελαφρά τινά ρήγματα εις τινάς οικίας. Το επίκεντρον ως συνάγεται εκ του σεισμογραφήματος ευρίσκεται ολίγον προς Νότον των Θηβών. Τούτον άλλωστε επιβεβαιούται και των μέχρις εσπέρας ληφθεισών πληροφοριών παρά των διαφόρων παρατηρητών του Αστεροσκοπείου. Ο σεισμός ούτος υπήρξε ισχυρότατος εις Θήβας, ένθα πάσαι σχεδόν αι οικίαι εβλάβησαν, πολλαί δε κατέρρευσαν, εις Χαλκίδαν και Αταλάντην. Επίσης ανηγγέλθη ότι υπήρξε αισθητός εις Ανδρον, Αίγιον, Δερβένιον, Λεβάδειαν, Κάρυστον, Βρέσθενα και Λευκάδα”.
Το ανακοινωθέν συνεχίζει με τις δονήσεις που ακολούθησαν και τις οποίες καταμετρά σε 73, δύο από τις οποίες ήταν και αυτές πολύ ισχυρές. Είχε προηγηθεί λίγο μετά τα μεσάνυχτα μια μικρή σεισμική δόνηση που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά οι ανταποκρίσεις από τον ισχυρό σεισμό της 8ης πρωινής, μέσα στην υπερβολή που συνηθίζεται σε καταστάσεις πανικού, δίνουν εικόνα ερειπωμένης επαρχίας. Σε όλες τις συνοικίες της Θήβας οι κραυγές καλύπτονταν από τους κρότους των σπιτιών που κατέρρεαν μέσα σε πυκνά κύματα σκόνης και οι τριγμοί των κεραμιδιών που έσπαζαν δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για το μέγεθος αλλά και την ατμόσφαιρα της πλήρους καταστροφής.
Το μέγεθος του σεισμού και τα ατελή μέσα επικοινωνίας, αλλά και η πάγια ανθρώπινη συνήθεια της μεγαλοποίησης των γεγονότων διέσπειραν φήμες τρομακτικές για εκατοντάδες θύματα. Οι φήμες έκαναν λόγο για πολλούς ανθρώπους καταπλακωμένους κάτω από τα ερείπια και για αμαξοστοιχίες που έφταναν στην Αθήνα από τη Θήβα γεμάτες τραυματίες. Ευτυχώς όλες αυτές οι σπερμολογίες για εκατόμβες θυμάτων αποδείχθηκαν αβάσιμες. Ομως οι πληροφορίες για την ολοσχερή καταστροφή της Θήβας και των χωριών της επαρχίας ήταν αληθινές. Ο σεισμός είχε ολέθρια αποτελέσματα στην πόλη της Θήβας. Σχεδόν καμιά κατοικία δεν έμεινε αλώβητη. Ρωγμές προκλήθηκαν σε δημόσια και κοινοτικά ιδρύματα, σε σχολεία και εκκλησίες. Η Μητρόπολη Θηβών, το κατάστημα της Εφορίας και το Τηλεγραφείο υπέστησαν τις σοβαρότερες ζημιές – μάλιστα το Τηλεγραφείο συνέχισε τη λειτουργία του στο ύπαιθρο.
Φυσικά ενός τέτοιου μεγέθους καταστροφή δεν περιορίστηκε στις οικοδομές, αλλά επεκτάθηκε και στις υποδομές. Πολλοί δρόμοι της Θήβας έπαθαν καθίζηση, ενώ η οδός Αθηνών εμφάνισε ρηγματώσεις καθώς οι υπόγειοι πήλινοι σωλήνες του Υδραγωγείου έσπασαν και πλημμύρισαν τον δρόμο με νερό.
Πριν περάσουμε στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Θηβών που ισοπεδώθηκαν, να σημειώσουμε ότι στις γειτονικές μεγάλες πόλεις αναφέρονται καταστροφές τέτοιες που έρχονται να επιβεβαιώσουν το μέγεθος του σεισμού. Ετσι στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην Καστέλλα ο σεισμός απέσπασε τμήμα τεράστιου βράχου ανάμεσα στην οικία Καμπά και στην έπαυλη Βικέλα, ενώ και η έπαυλη Κωνσταντοπούλου κατέστη ακατοίκητη λόγω ρωγμών. Ελαφρές ζημιές στην Αθήνα παρατηρήθηκαν στο κτήριο της Νομαρχίας, στο καφενείο του Ζαχαράτου, στον ναό του νεκροταφείου και στο δημαρχείο. Φυσικά και στην Αθήνα ο πανικός ήταν τεράστιος, αφού οι μαρτυρίες των κατοίκων έκαναν λόγο για σεισμό 20 δευτερολέπτων και δεν θα ήταν μικρότερος και στη Χαλκίδα, όπου έπεσαν οι τρεις πολυέλαιοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Επιστρέφοντας στην επαρχία Θηβών και στο μέτρο που δεχόμαστε την αξιοπιστία των πρώτων τηλεγραφημάτων, μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για εντελή ισοπέδωση. Στα Βάγια από τις 580 οικίες διασώθηκαν οι 17. Οι υπόλοιπες είτε κατέρρευσαν είτε εμφάνισαν ρηγματώσεις. Στο Καπαρέλλι 50 σπίτια κατέρρευσαν πλήρως, ενώ 80 εμφάνισαν σημαντικές ζημιές. Ο πρόεδρος της κοινότητας μάλιστα τηλεγράφησε για ανάγκη τάχιστης αποστολής 50 σκηνών.
Τη Θήβα επισκέφθηκε εκτάκτως ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Βενιζέλου Εμμανουήλ Ρέπουλης μαζί με τον συνάδελφό του Διαμαντίδη, με έκτακτο δρομολόγιο της αμαξοστοιχίας του Λαρισαϊκού στις 3.30 μ.μ. Ο Ρέπουλης σε δηλώσεις του σε δημοσιογράφους έδωσε την επίσημη εικόνα, που αν και εξωραϊσμένη δεν μπορούσε να κρύψει το μέγεθος της θεομηνίας. Το τρένο με το οποίο μετέβη στη Θήβα σταμάτησε πρώτα στο Σχηματάρι, όπου οι κάτοικοι κύκλωσαν τον στενό συνεργάτη του Βενιζέλου με την επωδό “καταστραφήκαμε, κύριε υπουργέ”.
Ο Ρέπουλης εκτιμά ότι από τις 180 κατοικίες που είχε το χωριό, πολλές καταστράφηκαν εντελώς και οι άλλες υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Τη μεγαλύτερη καταστροφή την είδε στην Τανάγρα, που τότε ονομαζόταν Μπράτσι. Από τα 90 σπίτια τα 25 κατέρρευσαν εκ θεμελίων και τα υπόλοιπα, εκτός από 11 πετρόκτιστα, ήταν πλέον ακατοίκητα. Εκεί στην Τανάγρα αναφέρθηκε από τους κατοίκους και η ύπαρξη ανθρώπινου θύματος, κάτι που όμως δεν επιβεβαιώθηκε. Μεγάλες καταστροφές κατέγραψε ως αυτόπτης ο υπουργός και στον οικισμό Χλεμποτσάρι, που τώρα ονομάζεται Ασωπία και στη Δρίτσα, το σημερινό Αρμα Θηβών. Στη Θήβα δε, βρήκε τους κατοίκους αλλόφρονες από τον φόβο, διαπίστωσε τις ζημιές στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της πόλης στο Ειρηνοδικείο που είχε αντέξει ανακοινώνοντας ότι υπήρχαν δυστυχώς μόνο 125 σκηνές διαθέσιμες.
Το ελληνικό κράτος αποδείχτηκε ανεπαρκές να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση έστω και με σκηνές, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των πολιτών και των τοπικών αρχών. Παρά το δριμύ ψύχος και την επαπειλούμενη βροχόπτωση οι κάτοικοι της επαρχίας Θηβών διανυκτέρευαν οικογενειακώς στο ύπαιθρο χωρίς σκηνές και παραπήγματα, που όταν έφταναν, αυτό γινόταν με μεγάλη καθυστέρηση.
Η κατάσταση συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, όπως ήταν αναμενόμενο, με έναν τρόπο που μας είναι πολύ γνωστός, αφού δεν έχει βελτιωθεί παρά μόνο στα τεχνικά μέσα. Γράφει χαρακτηριστικά ο συντάκτης μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας την 6η Οκτωβρίου: “Ωστε σκηναί δεν υπάρχουν αρκεταί διά να σταλούν εις την πόλιν και την επαρχίαν Θηβών όπως στεγασθούν προσωρινώς οι σεισμοπαθείς. Ξυλεία προς ανέγερσιν παραπηγμάτων υπάρχει εν Λεβαδεία, αλλά δεν κατωρθώθη ακόμη να αποσταλή. Εξακολουθούν δε πάντοτε οι σεισμοί. Και το κρύον, η έλλειψις επαρκών άλλων βοηθημάτων και η απειλή της βροχής συμπληρώνουν την όλην εικόνα της καταστάσεως. Αλλά εάν εν Αθήναις δεν κατωρθώθη να εξοικονομηθούν περισσότεραι των 130 σκηνών, δεν υπήρχε τρόπος να σταλούν τοιαύται από τας Πάτρας, το Ναύπλιον, την Λαμίαν ή αλλαχόθεν; Η εποχή του έτους δεν είναι πάρα πολύ ευχάριστος προς διανυκτέρευσιν εις το ύπαιθρον. Οσον δε και αν καλοκοιμώμεθα ημείς εδώ εντός θερμών κλινοσκεπασμάτων, υπάρχει υποθέτομεν λόγος να σκεφθώμεν ολίγον τους δεινοπαθούντας εκεί”.
Τις επόμενες μέρες ο ιερέας της Ασκρης/Παλιοπαναγιάς τηλεγραφεί ότι και αυτό το κεφαλοχώρι χτυπήθηκε άσχημα και ότι από 200 σπίτια καταστράφηκαν τα 65. Την ίδια ημέρα της 6ης Οκτωβρίου ανακοινώνονται και τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης με τη διάθεση 2.500 δρχ. για την προσωρινή εγκατάσταση των δημόσιων γραφείων, ενώ 4.000 δρχ. διατίθενται για την κατασκευή ξύλινων παραπηγμάτων. Δύο μέρες μετά οι μετασεισμοί δεν αφήνουν τους κατοίκους να ησυχάσουν, ενώ γίνεται γνωστό ότι στα Παραπούγγια, σημερινά Λεύκτρα, 65 σπίτια κατέπεσαν και πολλά κατέστησαν ακατοίκητα. Λίγο αργότερα το κέντρο πληροφορείται γνωστό ότι και στο Κασκαβέλι, το σημερινό Λεοντάρι, κατέρρευσαν 20 οικίες, ενώ οι κάτοικοι παρά το ψύχος και τη βροχή παραμένουν στο ύπαιθρο. Από τον όλεθρο δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν ούτε το Δήλεσι, ο Αγιος Θωμάς και το Ερημόκαστρο, οι σημερινές Θεσπιές.
Την 9η Οκτωβρίου εκείνο που όλοι φοβούνταν συνέβη, όπως συχνά συμβαίνει. Η βροχή που εξελίχθηκε σε ραγδαία καταιγίδα ανάγκασε τους κατοίκους να καταφύγουν στα επισφαλή υπόστεγα ενώ ο Εγκέλαδος δεν είχε ακόμη κατευναστεί. Μια εβδομάδα μετά τον σεισμό της 4ης Οκτωβρίου το ελληνικό κράτος, που είχε θριαμβεύσει ένα χρόνο πριν στους Βαλκανικούς πολέμους και που ετοιμαζόταν να εισέλθει στην ολέθρια εποχή του Διχασμού καθώς η Ευρώπη βρισκόταν ήδη υπό τα όπλα, δεν είχε κατορθώσει να αποστείλει ούτε σκηνές ούτε παραπήγματα στους δυστυχείς Θηβαίους, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της πρωτεύουσας.
Συγκλονιστική ήταν πάντως η συμπαράσταση των απανταχού Ελλήνων στους σεισμοπαθείς, που έλαβε ως είθισται και θεσμική υπόσταση. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1914 ο Θηβαϊκός Σύνδεσμος της Αθήνας διοργάνωσε φιλανθρωπική εσπερίδα στο Βασιλικό Θέατρο με την προστασία της πριγκίπισσας Ελένης. Μετά την αφαίρεση των δαπανών του θιάσου της Κυβέλης τα τελικά έσοδα ανήλθαν σε 2.204, 20 δρχ., τα οποία ομόφωνα ο Θηβαϊκός Σύνδεσμος αποφάσισε να δοθούν στην Κεντρική Επιτροπή υπέρ των σεισμοπαθών της επαρχίας Θηβών.
Η τελική καταγραφή των ζημιών από το κράτος ήταν, όπως πάντα, αρκετά διαφορετική από την πρώτη εικόνα. Στην επίσημη έκθεση που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, οι κατοικίες που είχαν μεγάλες ζημιές από τους σεισμούς καταμετρήθηκαν σε 810 – 250 στη Θήβα, 30 στους Αγίους Θεοδώρους, 30 στο Πυρί, 8ο στον Ελεώνα, 20 στην Τανάγρα, 20 στο Νεοχώριο, 70 στο Αρμα, 80 στο Δράμεσι, 60 στα Βάγια, 100 στις Θεσπιές, 20 στο Σύρτσι-Υπατο και 60 στην Ασκρη (Παλιοπαναγιά).
Στην πατρίδα του Τειρεσία εμφανίστηκε μια γυναίκα που προφανώς είχε πολύ τρομοκρατηθεί, η οποία γυρνούσε τους δρόμους της Θήβας προλέγοντας ότι “μέχρι τις 25 Νοεμβρίου θα επέλθει νέος σεισμός που δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο”. Ηταν φυσικό οι κάτοικοι της Θήβας, που είχαν δει την πόλη τους στις 4 Οκτωβρίου να σκεπάζεται από τη σκόνη και να φαίνεται προς στιγμήν ότι την καταπίνει η άβυσσος, να δίνουν πίστη στα λόγια της ημιπαράφρονος προφήτιδας και να διανυκτερεύουν στο ύπαιθρο μες στον βαρύ βοιωτικό χειμώνα του 1914.
Κεντρική φωτογραφία: Θήβα, η οδός Επαμεινώνδου λίγο μετά τον σεισμό του 1914