Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Πέτρου Μπασδέκη “Η αμηχανία της νοσταλγίας μου”. Οπως δηλοί και ο τίτλος, πρόκειται για ένα βιωματικό, νοσταλγικό ταξίδι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Δίστομο, στο οποίο ο συγγραφέας ανασυστήνει την εποχή, τον τρόπο ζωής στο μαρτυρικό χωριό με τα έθιμα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, με άξονα τη ζωή και στη δράση του πατέρα του Γιάννη.
Ακολουθεί το κριτικό σημείωμα του Νίκου Τζάθα για το βιβλίο.
“Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ‘Η αμηχανία της νοσταλγίας μου’ του φίλου και συμμαθητή Πέτρου Μπασδέκη, αισθάνθηκα την ίδια συγκίνηση όπως όταν πρωτοείδα το φιλμ ‘Σινεμά ο Παράδεισος’. Θυμήθηκα και νοστάλγησα τα εφηβικά μας χρόνια, του σινέ ΑΣΤΡΟΝ και μετά ΔΙΑΝΑ στο Δίστομο, όταν ανακαλύπταμε τον πλούτο της 7ης τέχνης, βοηθώντας πότε-πότε τον Πέτρο, μέσα στην καμπίνα προβολής, με τις μπομπίνες, τις μονταζιέρες, τις αρουλέζες και προσέχοντας να μην κολλήσουν τα ‘καρβουνάκια’.
Το βιβλίο του Πέτρου είναι πλούσιο σε αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι την ενηλικίωσή μας. Για την γενιά μας, την πρώτη μεταπολεμική γενιά στο μαρτυρικό Δίστομο. Το χωριό έπρεπε τότε να επουλώσει τις πληγές του από την μεγάλη Σφαγή και τις φρικαλεότητες των Ναζί, στις 10 Ιουνίου του 1944, αλλά και από τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Από τότε που γεννηθήκαμε ακούγαμε συνέχεια από τους γονείς μας τις ιστορίες για τα δύσκολα αυτά χρόνια, ενώ δεν είχαν κοπάσει ακόμα τα μοιρολόγια των οικογενειών μας για τους ανθρώπους που χάσανε.
Ο άξονας της διηγήσεως του Πέτρου είναι ο πατέρας του Γιάννης, με το παρατσούκλι Τρότσκας. Η ζωή ήταν σκληρή με αυτόν. Ορφάνεψε από έξη χρονών και κατάφερε να επιβιώσει με απόλυτη στέρηση. Ετσι όμως σκληραγωγήθηκε και σαν έφηβος ακόμα εντάχτηκε στο αντάρτικο, συμμετέχοντας στην Εθνική Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής.
Ο Πέτρος αποτίει φόρο τιμής στη μνήμη του πατέρα του και γράφει ιστορίες από την δράση του αλλά και από τις περιπέτειες, τις φυλακίσεις και τις διακρίσεις που υπέστη μετά, επειδή ήταν οργανωμένος στο αντάρτικο. Στην διήγησή του όμως δεν διακρίνεται η παραμικρή εμπάθεια, αντίθετα επικρατεί ο τόνος της συμφιλίωσης, εν αναμονή ίσως και της θετικής ετυμηγορίας του ιστορικού του μέλλοντος.
Αυτό όμως στο οποίο επικεντρώνεται ο Πέτρος είναι το ανήσυχο πνεύμα τον πατέρα του Γιάννη για τον μετασχηματισμό της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας του χωριού και την είσοδό του, με τον εξηλεκτρισμό, στην δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Με καθυστέρηση βέβαια πολλών δεκαετιών, όπως, άλλωστε, όλης της ελληνική επαρχίας.
Για μας, που όταν γεννηθήκαμε, μένανε ακόμα μαζί στα σπίτια μας με τα ΄ζωντανά΄, της γεωργίας και κτηνοτροφίας του χωριού, η γλαφυρή διήγηση του Πέτρου, για τον παραπάνω μετασχηματισμό, που συνοδεύεται και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό με τα έθιμα του χωριού, με την συμμετοχή του πατέρα του Γιάννη και της οικογένειάς του στα τεκταινόμενα του χωριού και ιδιαίτερα της νεολαίας του, είναι ένα νοσταλγικό παραμύθι. Όχι όμως μελλοδραματικό. Είναι τόσο, όσο χρειάζεται για να δικαιολογήσει την ΄αμηχανία΄ του συγγραφέα.
Δεν πρέπει να παραλείψω να αναφερθώ και στο ΄Γλωσσάρι΄ στο τέλος του βιβλίου, που σε μερικούς από εμάς, που λείπουμε αρκετά χρόνια από το χωριό, θυμίζει πολλά από τα ξεχασμένα ΄Διστομίτικα΄ που τόσο λαχταρούμε να ακούσουμε όταν το επισκεπτόμαστε.
Θα τελειώσω με αυτό που είπε ο Πέτρος στον φίλο μας Πτσόγιαννο όταν αυτός αποφάσισε να φύγει για την Αμερική: ΄Θα περιμένω γράμμα σου όταν μπορέσεις, Φίλος είναι αυτός που σου δίνει ελευθερία να΄σαι ο εαυτός σου΄.
Καλή πορεία στο βιβλίο και αναγνώριση του έργου σου, εύχομαι φίλε Πέτρο”.