Φτωχότερο είναι από σήμερα το δημοτικό τραγούδι καθώς «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών το «Αηδόνι της Ρούμελης» Αντρέας Τσαούσης. Ήταν ένας από τους ερμηνευτές που για πολλά χρόνια υπηρέτησε την παράδοση και το δημοτικό τραγούδι.
Γεννήθηκε στην Kάτω Aγόριανη (Λίλαια) Παρνασίδος στις 25 Ιαανουαρίου του 1925 και ξεκίνησε ως κιθαρίστας και τραγουδιστής από μικρό παιδί. Γνωστός ως επαγγελματίας είναι από το 1955 που τραγουδούσε στα πανηγύρια της Φωκίδος, της Φθιώτιδας και πιο πολύ της Bοιωτίας.
O Tσαούσης σπάνια εμφανιζόταν σε κέντρο της Aθήνας, παρόλο που έχει και όνομα και ζήτηση. Αξίζει να σημιεωθεί πως μια χρονιά που εμφανίστηκε στο νυχτερινό κέντρο «Zούγκλα» (το 1967) άφησε εποχή.
Tου άρεσε περισσότερο να εμφανίζεται στην επαρχία και τα πανηγύρια. Για πολλά έμεινε στη Λιβαδειά, γι’ αυτό στην περιοχή είναι ο επικρατέστερος τραγουδιστής, που κατέχει με λεπτομέρεια όλο το τοπικό ρεπερτόριο.
O Tσαούσης είναι από τους πιο άρτιους δημοτικούς τραγουδιστές και ασχολήθηκε μόνο με το παραδοσιακό τραγούδι.
Όνειρό της ζωής ήταν να χτίσει μια εκκλησίας στο χωριό του την Λιλαία Παρνασσίδος αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή και το κατάφερε με τις οικονομίες του στα 95 του χρόνια.
Ανδρέας Τσαούσης: Η ζωή μου ήταν τα πανηγύρια
Μιλώντας για τη ζωή του ο Ανδρέας Τσαούσης είχε πει πώς έγινε τραγουδιστής και γιατί του άρεσε να τραγουδάει στα πανηγύρια και όχι ε μαγαζιά της Αθήνας παρόλο που ήταν περιζήτητος.
Ο Αντρίκος όπως τον έλεγαν πήρε το χάρισμα από τον πατέρα του, που τραγουδούσε και έπαιζε μαντολίνο και φλάουτο. Εκείνος τον έμαθε ακόμη να χορεύει, όχι μόνο τσάμικο αλλά και βαλς και ταγκό. Στο γυμνάσιο οι καθηγητές του ήταν οι πρώτοι θαυμαστές του.
«Με έβαλαν τις αποκριές στο Δαδί να τραγουδήσω και καμάρωνα βλέποντάς τους να με χειροκροτούν. Το επόμενο βήμα ήταν σημαντικό και σημαδιακό: Ένα βράδυ ο Αργύρης ο Παπαδήμας….
στο εξοχικό στη Δήμητρα είχε τον μεγάλο Βάιο Μαλλιάρα. Η παρέα μου φιλοξενούσε δύο Ελληνοαμερικάνες και τις πήγαμε να ακούσουμε κανένα τραγούδι. Εκεί με βάλανε και είπα μερικά τραγούδια. Αυτό ήτανε!
Ο Μαλλιάρας με ρώτησε από πού είμαι και πού μένω. Την άλλη μέρα, ήρθε και συμφωνήσανε με τον Πατέρα μου.
Κατέβηκα στην Αθήνα και στην Columbia έγραψα το πρώτο μου τραγούδι:
Βελούχι μου περήφανο
κι οξιά ζωγραφισμένη
λιώστε τα χιόνια γρήγορα
να χορταριάσει ο τόπος.
Η συνέχεια; Όλες οι ορχήστρες με ήθελαν. Τραγούδησα και στην Αθήνα, όμως εγώ λάτρεψα τα πανηγύρια, ήταν και είναι ακόμη η ζωή μου.
Με όλους τους μουσικούς τους μεγάλους συνεργάσθηκα και με όλους έγινα φίλος, με αγαπούσανε και τους αγαπούσα. Με το Στέλιο το Καζαντζίδη ήμουν φίλος, κολλητός που λένε, ερχότανε στο κέντρο και με άκουγε και όταν πήγαινα να τον ακούσω ήθελε να με ανεβάσει να τραγουδήσω.
“Η μάνα του τον έκανε με κάτι χορδές μακριές σαν καλάμι”, ήταν τα λόγια του μεγάλου Στέλιου στον Ηλία τον Κοντό.
Ξεχωριστές στιγμές και πολλά τα περιστατικά σε τόσα χρόνια καλλιτεχνικής καριέρας, τα περισσότερα ευχάριστα:
Σαν σήμερα, ξημερώνοντας δεκαπενταύγουστος στη Θήβα, ως συνήθως με βρήκε να τραγουδώ. Ο παπάς ήθελε να χτυπήσει την καμπάνα. Τσαούση, μου λέει, κάποιος από τους δύο μας πρέπει να σταματήσει “μετά χαράς παπά μου σου δίνω …..προτεραιότητα”, γέλασε κάθισε σε μια καρέκλα και με άκουγε.
Όλα τα τραγούδια που είπα , γνήσια δημοτικά, τα αγάπησα. Λίγο πιο πολύ όμως το “Πατέρα μας μεγάλωσες” για πολλούς λόγους».
πηγή: ilamia, polydrososparnassou.blogspot