Toν Α’ Επαινο απέσπασε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς στον διαγωνισμό Βιβλιοθηκών του Συλλόγου «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ», με το εκτενές δοκίμιο που εκπόνησε η εκπαιδευτικός/ συγγραφέας Κατερίνα Δημόκα με θέμα την ποιητική συλλογή «Θα βραδιάζη» (1930) και τη βιωματική σχέση του Γ. Δροσίνη με την κώμη Γούβες Ιστιαίας.
Δείτε αποσπάσματα από το διακριθέν δοκίμιο της κ. Δημόκα.
«Αν η ποίηση ορίζει με τη δική της νομοτέλεια τους ιερουργούς της, τότε ο Γεώργιος Δροσίνης αποτελεί μιαν ακριβή επιλογή της. Αν -σε ένα πλατωνικό σύμπαν- η ψυχή λαχταρά να τελειωθεί με το σμίξιμο, τότε η δημιουργία του Δροσίνη εκπληρώνει αυτή τη λαχτάρα, καθώς αφομοιώνεται από την αέναη πλάση, που μυστικιστικά επωάζει σε απαλά κελύφη την ερωτική σπορά. Και κάπως έτσι ο κτίστης και ανακαινιστής, που συμβατικά καλείται ποιητής, αναστρέφει το βλέμμα και υποχωρεί το βήμα προς τα εκεί όπου η ύλη και το πνεύμα αναρρίγησαν για πρώτη φορά ηδονικά· στα άγουρα πρωτοξυπνήματα της συνείδησης και στις πλατιές επαγγελίες για ευτυχία που της ψιθύρισαν[…]
Στην Εύβοια, λοιπόν, θα γυρνά πάντα ο Δροσίνης, ακόμα και ώριμος πια στο αγώνισμα του βίου και της λογοτεχνικής βασάνου. Στην Ιστιαία, όπου η φύση πρωτοκοίταξε τον αστό με ολόγιομα μάτια, μαγνητίζοντάς τον σε μυστήρια μεγαλειώδους απλότητας και αρχετυπικής πληρότητας. Θα επανέρχεται στην πολίχνη Γούβες, που ορίζουν τρεις βαθουλές κοιλάδες, για να ταμιεύσει το ρευστό του ποιητικού συναισθήματος. Στον παλιό Πύργο, προγονικό έπαθλο του παρελθόντος, θα εισέρχεται προσκυνητής ο άνδρας, για να συνομιλήσει με τα νεανικά του οράματα. Αυτά που ο χρόνος τα μέστωσε και κραταίωσε τον πυρήνα τους, να μην απομείνει κούφιος στο πέρασμά του.
Κάπως έτσι δείχνει να προέκυψε η ποιητική συλλογή του Γεωργίου Δροσίνη που τιτλοφορείται «Θα βραδιάζη», η οποία θα μας απασχολήσει. Τα 82 έμμετρα ποιήματα, που ηθογραφούν την ευβοϊκή αγροτική γενεά, ζωγραφίζουν με άφατα χρώματα τον βουκολικό βίο και εναγκαλίζονται την άσπιλη αγάπη, καταξιωμένη στην ανταπόδοση. «Θα βραδιάζη», όταν το ανυπόμονο πέλμα θα ολοκληρώνει το προσκύνημά του στην εφηβική Εδέμ των Γουβών. «Θα βραδιάζη», όταν η άγρυπνη ψυχή θα αγάλλεται από το θαύμα του πλαστουργού, τον οποίο με βαθύ εσωτερισμό ο Δροσίνης εξυμνούσε. Και αν το συμβολικό βράδυ επέρχεται και το γήρας της φθαρτής φύσης καραδοκεί, ο Ποιητής το καθυστερεί με το μελλούμενο θα και το εξακολουθητικό βραδιάζη, έτσι ώστε η νύχτα να γίνεται διάρκεια που θα επαναλαμβάνει τα ονείρατά της […]»