Γράφει η Αγγελική Εκμετζόγλου
Από μια ηλικία και μετά, όταν βγαίνεις στον δρόμο της απομυθοποίησης που αλέθει όλες τις βεβαιότητες αφήνοντας σωρό σαρίδια, διαγράφεις πολλά από τα «ναι» που σου παραχωρήθηκαν, μια κι εύκολα τώρα συλλαμβάνεις την ανακολουθία ανάμεσα στη λέξη και στο βλέμμα, τη δυσάρεστη οσμή των επίπλαστων της συνθήκης «ναι».
Είναι τα ναι εκείνα με γονιδίωμα που δεν ταυτοποιείται με το αντίστοιχο της κατάφασης και της αποδοχής, της σύμπνοιας και της ομοθυμίας… Είναι τα πειραγμένα, τα κούφια από μέσα κι απέξω με μια στρώση θετικότητας που για χρόνια τη λογάριαζες αδιάσπαστο σώμα με ομοιογενή σύσταση από την επιφάνεια έως τον πυρήνα. Στρεβλή πεποίθηση που ενίσχυε η αυταπάτη της σύνδεσης, η ανάγκη να συντηρείς προσδοκίες επικοινωνίας και ψυχικής επαφής.
Από μια ηλικία και μετά και σε αναπόφευκτη συνέχεια, επανεξετάζεις πολλά από τα «όχι» που κάποτε σε έκλεισαν στον κύκλο τους για να τρέχει μόνος ο χρόνος κι εσύ να στέκεις ακίνητος, παρακολουθώντας πώς διαγράφει το Χ τους το άφωνο κι αποφασιστικό κι ανεύσπλαχνο ό,τι υπήρξες. Και να μένει από σένα μόλις ένα ίχνος, για να καρφωθεί πάνω του το ευθυτενές δίχρονο το καταληκτικό και τελευταίο σαν σταυρός σε μνήμα να δείχνει πού η ψυχή σου έπεσε.
Και βλέπεις αλλιώς τώρα, με ψυχραιμία επανεκτιμάς την ευκαιρία που προσφέρουν, το μάθημα που γενναιόδωρα παρέχουν για να γνωρίσεις πιο βαθιά εσένα και τον κόσμο, να γίνεις πιο σοφός, πιο δυνατός, πιο όμορφος. Είναι αυτά τα «όχι» που σε πονούν ώσπου να γίνουν μια πύρινη γραμμή, μια πρόθυμη ηλιαχτίδα να ανεβείς, καλύτερα να δεις, από ψηλά να εξετάσεις της άρνησης την εντιμότητα, τη γενναιοδωρία που φυλάει καμιά φορά η απόρριψη.