ΕΡΕΥΝΑ/ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ορόσημο της νεώτερης βοιωτικής ιστορίας το ολοκαύτωμα του Διστόμου, και εκείνο στο Καλάμι Λιβαδειάς που ακολούθησε, αποτελεί γεγονός που συγκεντρώνει ακόμη και σήμερα τα βλέμματα των ιστορικών. Πολλά έχουν γραφεί και οπωσδήποτε πολλά θα γραφούν και στο μέλλον για την ανείπωτη θηριωδία των Ναζί και για τον μαρτυρικό, όσο και παράνομο, θάνατο εκατοντάδων πολιτών.
Δεν έχουμε να προσθέσουμε πολλά. Ομως θα ανεβάσουμε όχι τόσο ευρέως γνωστό ντοκουμέντο, από το Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως.
Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκληµάτων Πολέµου Δημ. Κιουσόπουλος, αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διατάσσει ανάκριση κατά Γερμανών αξιωματικών για τη σφαγή του Διστόμου και του Καλαμίου. Μετά την ανάκριση εκδίδεται διαταγή σύλληψης και προφυλάκισης 6 Γερμανών με βάση το σκεπτικό που παρατίθεται.
Το έγγραφο είναι σημαντικό για δύο λόγους: πρώτον έχουμε την επίσημη, την “κρατική“, ματιά στα γεγονότα της 10ης και της 11ης Ιουνίου 1944 ήδη από το 1946 δηλαδή μόλις 2 χρόνια μετά το ολοκαύτωμα. Και δεύτερον είναι απαραίτητη η ανάδειξη τέτοιων κειμένων στο διαδίκτυο και για τους απλούς σέρφερς αλλά και για τους ερευνητές. Στο κείμενο έχουν αλλαχθεί μόνο μερικά ονόματα που ήταν καταφανώς γραμμένα εκ παραδρομής.
«To κατά 16 άρθρον 6 της Συν. Πράξεως 73)45 Συµβούλιον συγκείµενον εκ των δικαστών κκ. Δηµ. Κιουσοπούλου Διευθυντού τής Κεντρικής Υπηρεσίας τού Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκληµάτων Πολέµου Άντιεισαγγελέως παρά τω Άρείω Πάγω, ως Προέδρου, Άνδρ. Τούση, Εφέτου Αθηνών και Γεωργίου Δηµητροπούλου Πρωτοδίκου Αθηνών, ως µελών.
Συνελθόν εv τω προς διάσκεψιν δωµατίω του την 3ην Ιουνίου 1946 παρουσία και του Γραµµατέως κ. Νικ. Ράπτη, ίνα σκεφθή και αποφανθή επί της εξής υποθέσεως.
Οι RICKERT, Γερμανός Ταγματάρχης των S.S. στρατιωτικός Διοικητής Λιβαδειάς κλπ. κατηγγέλθησαν επί φόνοις κλπ.
Συνεπεία της καταγγελίας ταύτης διετάχθη υπό του Διευθυντού τού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου και ενηργήθη ανάκρισις επί τής υπ. αριθµ. 176 δικογραφίας.
Μεθ’ ο το Συµβούλιον – Ιδόν την δικογραφίαν. Σκεφθέν κατά τον νόμον
Απεφήνατο τα ακόλουθα:
Μετά τα Καλάβρυτα το Δίστομον υπήρξε το ολοκαύτωμα της θηριωδίας των Γερμανών. Εις αυτό το ήσυxoν και φιλόνομον χωρίον της Λεβαδείας ξέσπασε η νέα τάξις πραγμάτων που ως σκοπόν της είχεν να συνθλίψη υπό την γερμανικήν μπόταν, κάθε ιδέαν παντός ελευθέρoυ και ανωτέρου ιδανικού, να επιβάλη το δίκαιον του ισχυροτέρου με κριτήρια την υλικήν βίαν. Άλλ’ η υλική, η ωμή βία πάντοτε υποχωρεί προ των ηθικών και πνευματικών αξιών, των οποίων πρωτοπόρος εις τούς αμυντικούς και απελευθερωτικούς αγώνας υπήρξεν Ελλάς. Oύτω και τώρα η υλική βία ως όδοστρωτήρ πέρασε απάνω από το Δίστομον το ήφάνισε, μα λίγο πιο ύστερα ή βία αύτη εξηφανίσθη κάτω από’ την αδάμαστη ψυχική θέληση των υπέρ ελευθερίας άγωνισθέντων.
Ητο Ιούνιος 1944 και αι εν γένει επιχειρήσεις των Συμμάχων έστέφοντο υπό επιτυχίας και ήπείλουν αυτήν ταύτην την Γερμανίαν. ΟΙ Γερμανοί διαβλέποντες ότι τούτο θα είχεν ως αποτέλεσμα την έντασιν της αντιστάσεως των εν Ελλάδι εθνικoαπελευθερωτικών ομάδων, με κίνησιν των στρατευμάτων των ήρχισαν συστηματικήν τρομοκρατίαν δι’ ομαδικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και εκτελέσεων αθώων πολιτών, ίνα ούτω καταπτοήσουν τούς αγωνιζομένους και μειώσουν την έντασιν τού κατ’ αύτών αγώνος. Προς τον σκοπόν τούτον εν τη περιφερεία Λεβαδείας την 10 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί της Γκεσταπό και των S.S. Λεβαδείας μετεμφιέζουσι περί τούς 20 στρατιώτας των, ενδεδυμένων δι’ ενδυμασιών Ελλήνων πολιτών εκ των εν τω στρατοπέδω κρατουμένων, και έπιβάντες δύο ελληνικών αυτοκινήτων όδηγουμένων υπό των οδηγών των Ελλήνων πορεύονται προς την Άράχωβαν, ακολουθούντων ετέρων αυτοκινήτων με Γερμανικόν στρατών.
Σκοπός των ήτο ίνα διά των πολιτικών των ενδυμασιών παραπλανήσουν είτε τούς πολίτας είτε τούς άντάρτας και βοηθούμενοι είτα υπό τού ακολουθούντος Γερμανικού στρατού επιτεθούν κατ’ αυτών. Καθ’ όδόν και εις άπόστασιν 14 χιλιομέτρων από της Λεβαδείας και εις θέσιν «Τσέρασι» η φάλαγξ αύτη συλλαμβάνει τούς εις τούς αγρούς τους εργαζoμένoυς Ελληνας 12 τον αριθμών, ούς επιβιβάσαντες των αυτοκινήτων παρέλαβον μεθ’ αυτών. Καθ’ όδόν πυροβολούν και φονεύουν πάντα ‘Έλληνα, ον έβλεπoν ή συνήντων ενσπείροντες τον τρόμον. Ούτω εξ Ελληνες πολίται εύρον τον θάνατον αναιτίως. Οταν ή Φάλαγξ αύτη έφθασεν εις θέσιν «Βέρβα» συνηντήθη μεθ’ ετέρας γερμανικής φάλαγγος προερχομένης εξ Άμφίσσης. Ενωθείσαι δε φθάνουσι εις το Δίστομον ολίγον προ μεσημβρίας όπου και σταθμεύουσι, ήρχισαν δε επιδιδόμενοι εις λεηλασίας.
Οταν επληρoφoρήθησαν ότι οι ‘Έλληνες άντάρται διήλθον την προτεραίαν εκ Διστόμου και κατηυθύνθησαν εις Στείρι έξεκίνησαν και ούτοι προς τα εκεί, πάντοτε προπορευομένων των δύο ελληνικών αυτοκινήτων μετά των μετημφιεσμένων Γερμανών. Εξωθι τού χωρίου όμως Στείρι τα προπορευμένα δύο ως άνω αυτοκίνητα ενέπεσαν εις παγίδα Ελλήνων ανταρτών, οίτινες ήρχισαν βάλλοντες κατά των επιβαινόντων Γερμανών, εντός δε ολίγων δευτερολέπτων ή δύναμις αύτη διέλθει, φονευθέντων 18 Γερμανών και τραυματισθέντων δύο, φονευθέντος μάλιστα και τού ενός εκ των Ελλήνων οδηγών.
Η ακολουθούσα γερμανική φάλαγξ σπεύδει προς βοήθειαν, πλην οι άντάρται αποσύρονται, Οι Γερμανοί μη έπιχειρήσαντες καν να καταδιώξωσι τούς αντάρτας, πυρπολούν τα δύο ελληνικά αυτοκίνητα, ίνα μη περιέλθωσιν εις χείρας των ανταρτών, παραλαμβάνουσιν τούς νεκρούς και τραυματίας και έπιστρέφουσιν εις Δίστομον. ‘Άμα τη άφίξει των διέταξαν απαντάς τούς κατοίκους να κλεισθώσιν εντός των οικιών των, εν τω μεταξύ δε εξαπέστειλαν σύνδεσμον μοτοσυκλετιστήν εις Λεβάδειαν, ίνα άναφέρωσι τα γεγονότα εις τον εκεί στρατιωτικόν Διοικητήν των S.S. RICKERT και λάβωσι νέας διαταγάς. Μετά την επάνοδον του συνδέσμου και εις εκτέλεσιν ασφαλώς των διαταγών εκείνου, περικυκλώνουσι το χωρίον, τάσσουσι εις τας εξόδους τούτου ενόπλους φρουρούς, απαγορεύουσι την έξoδoν και αρχίζουν την όμαδικήν σφαγήν των κατοίκων.
Εις το πέρασμα των αιώνων ουδέποτε ή άνθρωπότης έδοκίμασε τοσαύτην ανήκουστον θηριωδίαν. Το Διστόμων μεταβάλλεται εις κόλασιν, κάθε περιγραφή είναι αδύνατον να άποδώση την τραγωδίαν εκατοντάδων κατοίκων, αλλά και την κτηνώδη θηριωδίαν των Γερμανών, οίτινες άπορον τυγχάνει πώς εν μέσω της πεπολιτισμένης Ευρώπης διετήρουν και εν τω 20ω αιώνι αιμοβόρα ένστικτα. ‘Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται διαμοιράζονται εις ομάδας και περιέρχονται τας οικίας ως λυσσαλέαι ύαιναι, ως αιμοβόροι τίγρεις, ως καννίβαλοι της Ζούγκλας, επιπίπτουν κατά των δυστυχών κατοίκων τού Διστόμου αδιακρίτως τού φύλου, ηλικίας και σφάζουσι, φονεύουσι, βιάζουσι, γυναίκες και παρθένους, ξεκοιλιάζουσι εγκύους, γέρovτες, νέοι, γυναίκες, παιδιά, κοράσια, νήπια είναι τα θύματα της αιμοβόρου μανίας των.
Δεν φείδονται ούδενός, φονεύουσι πρώτον τούς συλληφθέντας και μετ’ αυτών φερομένους 12 ομήρους. Φονεύουσι τον ιερέα τού χωρίου Σωτήριον Ζήσην, έξορύσσουσι, ζώντος έτη, τούς οφθαλμούς του, αποκόπτουσιν την κεφαλήν του και την ρίπτουσιν εις τον βόρβορον. Πυροβολούσι την παρισταμένην σύζυγόν του κρατούσαν εις τας αγκάλας τής και θηλαζουσών το μονοετές θυγάτριόν της Μαργαρίταν, σκορπούν τα μυαλά της παιδίσκης εις το προσώπων της μητρός, ήτις τραυματισθείσα πίπτει χαμαί λιπόθυμος και εκληφθείσα ως νεκρά σώζεται διά να καταστή τρελλή. Εντός της οικίας ταύτης του ιερέως είχον καταφύγει περί τούς 15 κατοίκους ελπίζοντες εις την οικίαν τού ιερέως την σωτηρίαν, πλην όλοι εφονεύθησαν. Φονεύουσι εντός της οικίας του τον Ειρηνοδίκην Κατσινήν μετά της συζύγου του, ενώ τα δύο τέκνα των αποκρυβέντα υπό της μητρός των, ζώσης, διέσεισαν.
Φονεύουσι εις την οικίαν του τον δάσκαλον Καρούμαλον και την σύζυγόν του, ενώ το διασωθέν τέκνον των ανευρέθη, υπό των διασωθέντων, ισταμένον προ των πτωμάτων των γονέων του. Κατασφάζεται ένατος τού τηλεγραφείου ό Τηλεγραφητής. Φονεύουσι την Ευφροσύνην Σταθά και το θηλάζον βρέφος της ηλικίας 7 μηνών αποκόπτουσι τμήμα τού μαστού της μητρός και το τοποθετούσιν εις το στόμα τού νεκρού βρέφους. Την Μαρωσίαν σύζυγον Ι. Φιλίππου σύρουν εκ της κρύπτης της με σκοπόν να την βιάσουν, αλλά ότε είδον ότι αύτη ήτο έγκυoς, διά μαχαίρας διήνοιξαν την κοιλίαν της, το δε εκχυθέν εμβρυoν μετά λύσσης εποδοπάτησαν. της Γιαννούλας Περγαντά το παιδί τού συνέτριψαν τα χέρια και τα πόδια, τού έβγαλαν δε όλα τα δόντια. Του αβάπτιστου νηπίου του Ζάκα διανοίγουσιν την κοιλίαν, η δε Διαμαντή Ζάκα, έγκυος ούσα, εύρίσκετο ξεκοιλιασμένη. Η Λουκία Μπάρλου φονεύεται κρατούσα εις τας αγκάλας της τα δύο της τέκνα, το εν ηλικίας 5 ετών και το έτερον 40 ημερών. Πυροβολούν και φονεύουν και το μεγαλύτερον τέκνον της, το δε νήπιον έπεσε κάτω μετά της μητέρας του πλην άρχισε να κλαίη, οπότε επί τω ακούσματι των κλαυθμυρισμών του Γερμανός στρατιώτης επέστρεψε και με την αρβύλαν του τού έλιωσε την κεφαλήν. Την σύζυγον Χαρ. Σφοντούρη ρίπτουσιν ζώσαν εις την πυράν. ‘
Ανέρχονται εις την οικίαν της Φωτ. συζ. Λουκ. Λιάσκου, την φονεύουσα συντρίβοντες την κεφαλήν της αφού την έβίασαν, ξεκοιλιάζουσι δε και το νηπίων όπως εκοιμάτο εις την κούνια του, ταυτοχρόνως φονεύουσι και τα άλλα μέλη της οικογενείας της. Τού Γεωργ. Μίχα διανοίγουσι την κοιλίαν και τα έντερα περιτυλίσσουσι εις TοV λαιμόν του, του δε Ηρακλή Μίχα συντρίβουσι την κεφαλήν. Η Σοφία και Τούλα Καρούζου, η Δήμητρα και Γεωργία Καίλη βιάζονται και φονεύονται. Η οικογένεια τού Μιλτ. Νικολάου έξετελέσθη καθ’ ην στιγμήν προσηύχετο γονατιστή κάτω από τας αγίας εικόνας, διασωθείσης ως εκ θαύματος της θυγατρός της Νίτσας εν γένει άπαντες οι ανευρισκόμενοι εντός των οικιών των εφονεύοντο και ενεφανίζετο το θλιβερόν θέαμα να κείνται νεκροί εγγύς αλλήλων άπαντα τα μέλη της αυτής οικογενείας. Ελάχιστοι ως εκ θαύματος διασωθέντες καίτοι πυροβοληθέντες, εξιστορούσι την φρικτήν εικόνα ην ενεφάνιζε το Δίστομον και διεσώθη σαν άλλοι ως καλυφθέντες υπό πτωμάτων, άλλοι λιποθυμήσαντες τραυματισθέντες και εκληφθέντες ως θανόντες. Εκάστη οικία και από ένα οικογενειακόν νεκροταφείον.
Σωροί πτωμάτων εντός λίμνης αίματος εις εκάστην οικίαν, εις τούς δρόμους. Η νυξ του αγίου Βαρθολομαίου ωχριά εμπρός εις την ημέραν τού Διστόμου. Ούδενός έφείσθησαν και αν τις έτρέπετο εις φυγήν ίνα διασωθή, κατεδιώκετο και εφονεύετο. Δύο παιδάκια, ηλικίας 5 και 8 ετών τού Άναστ. Σταθά πηδήσαντα από το παράθυρον της οικίας των, όπου έξετελούντο οι γονείς των, κατεδιώχθησαν και εφονεύθησαν φεύγοντα. Αφάνταστος η αλλοφροσύνη των κατοίκων, αβάστακτος ο σπαραγμός των γονέων να βλέπωσι τα φονευθέντα τέκνα των εις τας αγκάλας των, και η αλλοφροσύνη επιτείνεται όταν οι κάτοικοι περικυκλώνονται από τας φλόγας, διότι οι Γερμανοί έθεσαν φωτιά και κατέκαυσαν μέρος των οικιών. Πας όστις εκρύπτετο, διαφυγών τον διά μαχαίρας θάνατον ηπειλείτo να καεί ζωντανός, έξήρχετο τότε της κρύπτης του και έφονεύετο πυροβολούμενος.
Και όταν πλέον ψυχή ανθρώπινος τού Διστόμου την ολόπενθη ράχη δεν υπήρχε, ή λύσσα τού βδελυρού κατακτητή εστράφη και κατά των ζώων. Εφόνευσαν περί τα 100 μεγάλα ζώα, ίππους, ημιόνους κλπ. Και όταν πλέον διήρπασαν παν ό,τι ο πολυετής μόχθος των κατοίκων εlχεν εναποθέσει εις τας οικίας των εις έπιπλα, σκεύη, ενδύματα, τιμαλφή κλπ. και μετέβαλαν το Δίστομον εις σωρόν ερειπίων, οργιάσαντες δι’ όλης της ημέρας, τας εσπερινάς ώρας εγκαταλείπουσι το Δίστομον και έπιστρέφουσι εις τας έδρας των Λεβάδειαν, Αμφισσαν. Αλλ’ η αιμοβόρος ψυχή των ουδόλως εκάμφθη προ του μακαβρίου θεάματος που εδημιούργησε και καθ’ όδόν αναχωρούντες φονεύουσι πάντα ον συνήντων, φονεύουσι τα ζώα των, ανατρέπουσι τα κάρρα των, ενσπείρουσι τον όλεθρον παντού.
Επαναλαμβάνομεν, τοιαύτην εγκληματικήν ψυχήν ουδαμού δύναται να εύρη τις. Και τα άγρια θηρία αισθάνονται κόρον, άλλ’ οι Γερμανοί αισθάνονται ευχαρίστησιν. Συναντώσιν καθ’ όδόν επανερχομένους εις Δίστομον τους Αναστ. Βασιλαράκον και Βασιλικήν Σφοντούρη και τούς φονεύουσι, τα δε ζώα των ρίπτουσι εις τον κρημνόν. Φονεύουσι ωσαύτως τον Γεώργιον Λουκάν και την σύζυγόν του την Φλώρα Σφοντούρη και την θυγατέραν της Ολγαν, αίτινες διεκόμιζον πτώμα φονευθείσης αδελφής των προς ένταφιασμόν, επίσης φονεύουσι την Βασίλω Περγαντά, τον Γεώργιον Λεμονήν, ούτινες και ούτοι διεκόμιζον το πτώμα υιού των προς ένταφιασμόν, τα δε ζώα των μετά τού κάρρου ρίπτουσι εις τον κρημνόν, και πάντα άλλον ον συνήντησαν.
Η οικογένεια τού φαρμακοποιού Γαβρίλη αποτελουμένη εξ αυτού, της τον ένατoν μήνα της κυήσεως διατρεχούσης συζύγου του και των τεσσάρων τέκνων του, ηλικίας κάτω των 8 ετών, εύρον οΙκτρόν θάνατον, ευθύς ως τούς αντελήφθησαν βαδίζοντας προς Δαύλειαν, κατηυθύνθησαν προς αυτούς δρομαίοι και ήρxισαν να πυροβολούν πρώτον κατά των τέκνων, άτινα διά να σωθούν περιεστρέφοντο πέριξ των γονέων των. Ούτε αι γοεραί κραυγαί των αθώων νηπίων, ούτε και ικεσίαι των γονέων ήσαν ικανοί να μαλάξουν την ψυχήν των Γερμανών, ούτινες από σκοπού ίνα καταστήσωσι μαρτυρικόν τον θάνατον των γονέων ήρξαντo να φονεύουσι υπό τα όμματά των πρώτον τα τέκνα των και αφού εφόνευσαν τα τέκνα εφόνευσαν και τούς γονείς των. ‘Ένας μοτοσυκλετιστής καταφθάνει τον Λουκάν Ζάκαν τρέχοντα και τον πυροβολεί.
Επανέρχονται οι φθονείς εις την Λεβάδειαν και επιδίδονται εις διασκεδάσεις, ουδεμίαν τύψη συνειδήσεως αισθανόμενοι. Την επομένη ημέραν 11 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί εξακολουθούσι τας θηριωδίας των, το μακελλειό. Εκ Λεβαδείας τας απογευματινάς ώρας μεταβαίνουσι εις το εγγύς κείμενον χωρίον Κ α λ ά μ ι ο ν. Κάμνουσι μπλόκο εις ολόκληρον την περιφέρειαν και συγκεντρώνουσι πάντας τούς εις τα κτήματά των εργαζoμένoυς πολίτας, πολυβολούσι προς εκφoβισμόν, ίνα μη απομακρυνθή κανείς. Συνεκέντρωσαν ούτω 23 άτομα, τούς Άκ. Σλατινόπουλον, Παναγιού Σλατινοπούλου, Ευαγγελία Σλατινοπούλου, Άπ. Σλατινόπουλον και αβάπτιστον θήλυ Σλατινοπούλου, Σπυρ. Νάκον, Βάγια Νάκου, Αγγελικήν Νανκού, Άπ. Νάκον, Ανναν Νάκου, Μόρφω Κυρίτση, Δήμητρα Κυρίτση και ετέρων ένδεκα ως εν τη καταστάσει τη ευρισκομένη εν δικογραφία ους ασυζητητί έστησαν επί της δημοσίας οδού χωριστά τούς άνδρας χωριστά τας γυναίκας και τα παιδιά και τούς εφόνευσαν διά πολυβολισμών, μετά ταύτα δε έρριψαν τα πτώματα εντός μιας οικίας, έβαλαν φωτιά και τ’ άπηνθράκωσαν.
Μεθ’ ο επεδόθησαν εις γενικήν λεηλασίαν των οικιών, εις τας οποίας δεν άφισαν απολύτως τίποτε, άπαντα τα είδη ρουχισμού και διατροφής, βαμβάκια, αραβόσιτον, το περιεχόμενον καταστημάτων, τα φόρτωσαν επ’ αυτοκινήτων και αυτά ακόμη τα οικόσιτα ζώα, αμνούς, χοίρους και όρνιθας τα διήρπασαν και απήλθον, διαρπάσαντες και αυτήν την εμφανώς φέρουσαν το διακριτικά αποθήκην τού Ερυθρού Σταυρού. Ό διασωθείς μάρτυς Παν. Νάκος διεκτραγωδεί εν λεπτομερείαις το της φρικιαστικής εκτελέσεως, εξ ης διεσώθη καίτοι φέρων πλείστα τραύματα. Ο θλιβερός απολογισμός τού διημέρου της 10 και 11 Ιουνίου είναι 220 φονευθέντες κάτοικοι Διστόμου, εξ ων ηλικίας κάτω των 10 ετών 40 άτομα, αβάπτιστα νήπια 6, γέροντες άνω των 70 ετών 15, και 20 επιζήσαντες τραυματισθέντες.
Επίσης 23 κάτοικοι περιφερείας Καλαμίου φονευθέντες και δύο τραυματισθέντες, πυρποληθείσαι οικίαι πλέον τών 20 (βλ. ονομαστικάς καταστάσεις εν τω φακέλλω). ‘Εκ των καταθέσεων των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων και Ιδία τού μάρτυρος Παν. Καραμερτζάνη, Δικηγόρου, όστις ως διερμηνεύς των Ελληνικών Αρχών παρά ταις Γερμανικαίς ηδύνατο εκ τού σύνεγγυς να παρακολουθή την δράσιν των Γερμανών και να γνωρίση πρόσωπα και πράγματα, προκύπτει ότι τας τού Διστόμου και Καλαμίου σφαγάς και εμπρησμούς διέταξαν και έλαβον και μέρος εις αυτάς αυτοπροσώπως, 1) ό στρατιωτικός Διοικητής Λεβαδείας Ταγματάρχης των S.S. Stuzmau Afeohrer Rickert, 2) ό Φρούραρχος Λεβαδείας Γερμανός υπολοχαγός των S.S. Ober Sturmpeyhrer Zabel, 3) ό Γερμανός λοχαγός των S.S. Λεβαδείας Hauptstuzmpmfuhrer Copenfer, 4) ό διοικητής τής Γκεσταπό Λεβαδείας ανθυπολοχαγός Sekre Karl Kaze Paar, 5) ό υποδιοικητής της G.F.P. Λεβαδείας επιλοχίας Rellwebel Willy Jannis και ή διερμηνεύς αυτού Franlein Johanna, οι τελευταίοι τρεις υπήρξαν ένoxoι και πλείστων άλλων κακουργημάτων, περί ων ετέρα εκκρεμής δικογραφία.
Βεβαίως άπαντες οι Γερμανοί και στρατιωτάκι τού αποσπάσματος εκείνου εγκλημάτησαν, άλλ’ είναι αδύνατος ή διαπίστωσις της ταυτότητος απάντων. Οι εν λόγω όμως γνωστοί κατηγορούμενοι ου μόνον έλαβoν μέρος αυτοπροσώπως, άλλ’ ήσαν και οι Διοικηταί των μονάδων Λεβαδείας, οίτινες και απεφάσισαν τας σφαγάς. Το Δίστομον αποτελεί διά την Ελλάδα το ηρώον των μαρτύρων της καρτερίας εγγύς εις την Αλαμάναν όπου άλλοτε εσoυβλίζετo ό Διάκος, αλλά και μία κατάπτυστος ανάμνησις για τον πολιτισμόν εκείνων πού εφιλoδόξησαν να κυβερνήσουν τον κόσμον, και πού κατέδειξεν ότι ό μέχρι σήμερον πολιτισμός καμμίαν ευγενή επίδρασιν δεν είχε εις τας εγκληματικάς ψυχάς.
Η τιμωρία των ελαχίστων αυτών φονέων δεν ικανοποιεί το περί δικαίου συναίσθημα, δεν αντισταθμίζει την έκτασιν των εγκλημάτων των, ατυχώς ως εκ των συνθηκών καθ’ ας εξετελέσθησαν τα εγκλήματα δεν κατέστη δυνατός ό προσδιορισμός της ταυτότητος όλων των εγκληματησάντων. Διό της τιμωρίας ελάχιστων υπευθύνων εγκληματιών δεν επιδιώκεται η ανταπόδοσις. Διά της παραδόσεως εις την διεθνή lστορίαν, εις χλεύην και εμπτυσμόν εκείνων οι οποίοι εν καιρώ πολέμου εστρέφοντο κατά αθώων και αμάχων πολιτών, σκοπείται ό παραδειγματισμός.
Επειδή αι πράξεις των κατηγορουμένων αντιστρατεύοντα προς τε το περί δικαίου συναίσθημα και προς τούς διεθνείς κανόνας δικαίου, οίτινες διέπουν τούς εμπολέμους καθ’ ους απαγορεύονται αι συλλογικαί ποιναί και τα αντίποινα διά πράξεις τρίτων, συνιστώσι δε τα αδικήματα της κατά σύστασιν αυτουργίας εις θανατώσεις πολιτών δι’ αντίποινα διά πράξεις τρίτων, εις επιβoλήν συλλογικών ποινών, εις κακόβουλον καταστροφήν ιδιοκτησίας δι’ εμπρησμoύ, εις λεηλασίας και διαρπαγάς, εις συστηματικήν τρομοκρατίαν, άτινα προβλέπονται και τιμωρούνται υπό των άρθρων 56, 57 Π.Ν. άρθρον 1 εδ. 2 στοιχ. Α.Β., περιπτ. 2, 15, 16, 17, 21, αρθρ. 2 § Α. Β. περιπτ. 3, 4, 5, 6 της ύπ’ άριθμ. 73 Συντ. Πράξεως, εν συνδυασμώ προς τα άρθρα 287 – 288 τού Ποινικού Νόμου.
Επειδή δέον να διαταχθεί η σύλληψις των κατηγορουμένων τούτων και ταύτης έπιτευχθησομένης η προφυλάκισίς των μέχρις οριστικής εκδικάσεως της κατ’ αυτών κατηγορίας.
Διά ταύτα
Ίδόν
Παραπέμπει ενώπιoν τού ορισθησομένου διαρκούς Στρατοδικείου τους 1) Sturnbaunfubrer Rickert, Γερμανόν ταγματάρχην των S.S., στρατιωτικόν διοικητήν Λεβαδείας, 2) Ober Sturnduhrer Zabel, Γερμανόν υπολοχαγόν των S.S. φρούραρχον Λεβαδείας, 3) Hauptstuzmeuhner Kopfner, Γερμανόν λοχαγόν των S.S., 4) Sekrete Karl Paar, Γερμανόν ανθυπολοχαγόν διοικητήν της Γκεσταπό Λεβαδείας, 5) Frldwebel Willy Jannis, Γερμανόν επιλοχία υποδιοικητήν της G.F.np. Λεβαδείας και 6) Franlein Johanna, διερμηνέα, ίνα δικασθώσιν ως υπαίτιοι τού ότι αλλοδαποί όντες και ανήκοντες εις τας ενόπλους δυνάμεις τού κατά τον τελευταίον πόλεμον 1939 – 1945 εxθρικoύ γερμανικού Κράτους, ήτοι ο μεν πρώτος ως ταγματάρχης των S.S. ό δεύτερος ως λοχαγός, ό τρίτος ως υπολοχαγός των S.S., ό τέταρτος ως Διοικητής Γκεσταπό Λεβαδείας και οι δύο τελευταίοι υπαξιωματικοί της Γκεσταπό, εν Διστόμω και Καλαμίω οπό τας 10 Ιουνίου έως τας 12 ιδίου μηνός και έτους υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι, συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν των κάτωθι αξιοποίνων πράξεων και ένεκα τούτων συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν, 1) κατ’ εξακoλoύθησιν και διά πολλών μερικωτέρων πράξεων εκάστη των οποίων φέρει τα στοιχεία τού αυτού αδικήματος, εκ προμελέτης απεφάσισαν και εσκεμμένως εξετέλεσαν ανθρωποκτονίας κατά 251 πολιτών, κατοίκων Διστόμου – Καλαμίου κλπ. εν οις οι: Αθηνά Άνέστη, Λουκάς Άνέστης, Νικ. Άνέστης, Άναστ. Βασιλαράκος, Παν. Βασιλείου, Μιχ. Βουζελάκος, Γεώργ. Γαβρίλης, Θηρεσία Γαβρίλη, Βρασ. Γαβρίλης, Δημ. Γαβρίλης, Βασ. Γαβρίλης, Άνεστία Γαβρίλη, Χάϊδω Γαβρίλη, Σοφούλα Γαβρίλη, Εύσταθία Γαβρίλη και ετέρων εκατόν τριάκοντα επτά, ως εν τοις της δικογραφίας καταλόγοις κατ’ όνοματεπώνυμον άπαντες αναφέρονται, πλήξαντες αυτούς άλλους μεν διά πυροβόλων όπλων εξ εγγυτάτης αποστάσεως, άλλους δε κατασφάξαντες διά μαχαιρών, εξ ων πληγμάτων ως ενεργού αιτίας επήλθεν ό θάνατος αυτών ως οιονεί αντίποινα διά πράξεις τρίτων.
2) Έπέβαλον συλλογικάς ποινάς κατά Ελλήνων πολιτών, ήτοι όμαδικάς εκτελέσεις, εμπρησμούς κλπ. 3) Ενήργησαν συστηματικήν τρομοκρατίαν των πολιτών περιφερείας Διστόμου δι’ ομαδικών εκτελέσεων αθώων, αφανισμού της ιδιοκτησίας των κλπ. 4) Κατέστρεψαν κακοβούλως ιδιοκτησίας Ελλήνων πολιτών, ήτοι ένέπρησαν δεκάδας οικιών κατοίκων Διστόμου μετά των εν αυτοίς υπαρχόντων, ήτοι των Ν. Σφοντούρη, Χαρ. Σφοντούρη, Γεωργ. Γαβρίλη, Ί. Σκούτα, Χρ. Γαβρίλη, Σπ. Μαλάμα, Ήλ. Καρούζου, Νικ. Παπαθανασίου, Εύστ. Χήρας Ay. Στεργίου, απέκτειναν περί τα 70 ζώα, ήτοι ίππους, ημιόνους των κατοίκων Διστόμου. 5) Ελεηλάτησαν και διήρπασαν άπαντα τα υπάρχοντα των κατοίκων Διστόμου – Καλαμίου, ήτοι τρόφιμα, ενδύματα, ζώα, τιμαλφή κλπ.
Διατάσσει την σύλληψιν των ανωτέρω κατηγορουμένων και ταύτης επιτευχθησομένης την προφυλάκισίν των μέχρις εκδικάσεώς της κατ’ αυτών κατηγορίας. .
Απεφασίσθη και εγένετο εν Αθήναις, τη 3η Ιουνίου 1946 και εξεδόθη αυτόθι την 5 Ιουνίου 1946.
Ο πρόεδρος
Δ. Κιουσόπουλος
Ο Γραμματέας Ν. Ράπτης