Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Από νομικής άποψης η δίκη του Ιησού αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα όλων των εποχών. Τα γεγονότα, όπως καταγράφηκαν από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, είναι σε γενικές γραμμές συγκεκριμένα, αλλά οι ερμηνείες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη θέση και την πίστη των ενδιαφερομένων.
Στο θεμελιώδες ερώτημα για το “ποιος σκότωσε τον Ιησού” οι αντιπαραθέσεις είναι μεγάλες αλλά μια αντικειμενική απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται πολύ μακριά από την επίσημη θέση του Βατικανού, όπως αυτή διατυπώθηκε το 1962 και που αποφαινόταν πως υπαίτιοι για τη Σταύρωση είναι “η ρωμαϊκή εξουσία, η ελίτ των Εβραίων αρχιερέων και οι δικές μας αμαρτίες”.
Η νύχτα που ακολούθησε την προδοσία του Ιούδα και τη σύλληψη του Ιησού στον λόφο της Γεθσημανή συγκροτούν εκείνο που γενικά ονομάζουμε τα Άγια Πάθη. Τα βασανιστήρια τα οποία υπέστη είναι ανατριχιαστικά για την εποχή μας αλλά και για εκείνη τη βάρβαρη εποχή. Μεταξύ άλλων τον έγδυσαν και τον έντυσαν τρεις φορές, τον μαστίγωσαν, τον χλεύασαν, τον ταπείνωσαν, τον διέσυραν, τον χαστούκισαν. Του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι, τον εξανάγκασαν να κουβαλήσει τον σταυρό του στον Γολγοθά. Υπέστη έξι βασανιστικές πολύωρες και κακόπιστες ανακρίσεις και αντίστοιχες φορές βάδισε αλυσοδεμένος από τον Άννα στον Καϊάφα, στο Πραιτώριο και τανάπαλιν. Όπως θα το διατυπώναμε με σύγχρονους όρους, πριν ακόμα σταυρωθεί, είχε υποστεί βαρύτατη ψυχοσωματική βία από την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία, αλλά και από τον όχλο και τους ανθρώπους των αρχιερέων.
Μελετώντας την αφήγηση περί του Πάθους και των τεσσάρων Ευαγγελίων προκύπτει ότι το πιθανότερο είναι πως ο Ιησούς συνελήφθη από δούλους και υπηρέτες του αρχιερέα και οδηγήθηκε στο Μεγάλο Συμβούλιο/Σανχεδρίν με σκοπό να ευρεθεί κατηγορία στη βάση της οποίας θα μπορούσαν να τον παραπέμψουν στον Ρωμαίο διοικητή Πόντιο Πιλάτο. Μετά από άκαρπες προσπάθειες και ψευδομάρτυρες, ο αρχιερέας ρώτησε τον Ιησού αν ισχυρίζεται ότι είναι ο Μεσσίας. Εκείνος σιωπούσε και ο αρχιερέας τον ξαναρώτησε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογητού;»
Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι και θα δείτε τον υιό του ανθρώπου στα δεξιά να κάθεται της δύναμης και να έρχεται μαζί με τις νεφέλες του ουρανού».
Ο Άννας έσκισε τα ρούχα του φωνάζοντας: «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Ακούσατε τη βλασφημία». Και όλοι έκριναν ότι είναι ένοχος θανάτου. Και μερικοί από τους παρόντες άρχισαν να τον φτύνουν και να τον χαστουκίζουν και να τον χλευάζουν «προφήτεψε ποιος σε χαστούκισε».
Το πρωί μετά το συμβούλιο στο μεγάλο συνέδριο παρέδωσαν δεμένο τον Ιησού στον Πιλάτο, όχι ως ισχυριζόμενο ότι είναι ο Μεσσίας ή ότι θα καταλύσει τον Ναό, αλλά ως επαναστάτη που ερχόταν να διαταράξει την ειρήνη και προέτρεπε τον λαό να μην πληρώνει φόρους. Ο Πιλάτος κατέβαλε χλιαρές προσπάθειες να γλιτώσει τον Ιησού, καθώς είχε συνειδητοποιήσει ότι οι κατηγορίες ήταν αστήρικτες και πως ήταν ο φθόνος των αρχιερέων που οδηγούσε τον Ιησού στη Σταύρωση. Τελικά αναγκάστηκε να υποκύψει στην πίεση του όχλου τον οποίο ξεσήκωναν οι αρχιερείς και να διατάξει τη Σταύρωση.
Ο Ιησούς σταυρώθηκε φορώντας αγκάθινο στεφάνι μεταξύ δύο ληστών οι οποίοι πιθανώς ήταν επαναστάτες. Ο Σταυρός έφερε επιγραφή που έλεγε «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων». Η Σταύρωση, ένας ούτως ή άλλως μαρτυρικός τρόπος θανάτου, διαρκούσε πολύ στα μέρη εκείνα λόγω των ειδικών κλιματολογικών συνθηκών της Παλαιστίνης. Όμως ο Χριστός πέθανε νωρίς λόγω των ανήκουστων σωματικών και ψυχολογικών κακώσεων. Και την τελευταία στιγμή χλευάστηκε και πάλι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς, που έλεγαν: «Άλλους έσωσε. Τον εαυτό του δεν δύναται να σώσει. Ο Χριστός, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, για να τον δούμε και να τον πιστέψουμε».
Στις δώδεκα το μεσημέρι της Παρασκευής κατά τις γραφές, σκοτάδι απλώθηκε στη γη και στις τρεις το απόγευμα ο Χριστός φώναξε: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Κάποιος από τους στρατιώτες του έδωσε ένα σφουγγάρι με ξύδι και χολή και ο Ιησούς εξέπνευσε βγάζοντας μεγάλη φωνή. Το καταπέτασμα του Ναού σκίστηκε στα δύο κι από μακριά τον κοιτούσαν μερικές γυναίκες, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη. Όταν είδε ο εκατόνταρχος τον τρόπο που πέθανε είπε: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ην Θεού».
Και το βράδυ ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, σεβαστό μέλος του Συνεδρίου, παρουσιάστηκε στον Πιλάτο, ζήτησε και έλαβε το σώμα του Ιησού για να φροντίσει τα της ταφής του.