Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου
Είναι εντυπωσιακή και πολυεπίπεδη η αφήγηση όταν φτάνουμε στο κύριο μέρος του θείου δράματος, στη Γεθσημανή, στη Δίκη, στη Σταύρωση και στην Ανάσταση. Γιατί αυτή η ιστορία έχει πολλές αναγνώσεις. Είναι άραγε ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα δικαστικό δράμα, μια μελέτη πάνω στη μοίρα εκείνου που τα βάζει με τη δικαστική και την πολιτική εξουσία, είναι πάνω απ’ όλα μια ιστορία αγάπης και θυσίας; Σε όλες τις εκδοχές της είναι σίγουρα συναρπαστική.
Κι αν στα δυο χιλιάδες χρόνια που πέρασαν ασχολήθηκαν μαζί της τα πιο λαμπρά ανθρώπινα πνεύματα, πάντα υπάρχουν σκοτεινά σημεία, πάντα μένουν μισοφωτισμένες πλευρές και πάντα αφήνονται περιθώρια ερμηνείας τέτοια που να δημιουργούν νέο κύκλο συζητήσεων και αντιθέσεων και να ανατροφοδοτούν το ενδιαφέρον για την πιο μεγάλη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ.
Πρώτη πράξη του μεγάλου δράματος, σαν ένας κορυφαίος σκηνοθέτης του 20ου αιώνα να την είχε επιλέξει, ο Μυστικός Δείπνος. Ο μυστηριώδης φίλος που παραχωρεί το ανώγειο της οικίας του, η επιβλητική σύναξη των δεκατριών αντρών, του Ιησού και των Αποστόλων του και μια διάχυτη μελαγχολία που βαραίνει την ατμόσφαιρα. Όλοι αντιλαμβάνονταν και ο Ιησούς ήξερε ότι ένας κύκλος έκλεινε κι ένας άλλος άνοιγε. Οι ωραίες μέρες της διδασκαλίας, της δημιουργίας, των θαυμάτων είχαν φτάσει στο τέλος τους. Είχε έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου.
Σαν πρώτη πράξη Εκείνος πλένει τα πόδια των μαθητών του, χαράζοντας νέα όρια στην ταπείνωση. Οι μαθητές τα χάνουν, αλλά ακόμα περισσότερο όταν, αφού καθίσει, τους λέει: «Ένας από εσάς θα με προδώσει».
«Ποιος είναι, Κύριε, ποιος είναι;» ταραγμένοι οι μαθητές ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα υποψία. Πιο πολύ απ’ όλους ο αγαπημένος του Ιωάννης.
Και ο Ιησούς κάμπτεται: «Εκείνος στον οποίο θα δώσω το ψωμί που θα ‘χω βουτήξει στον ζωμό». Αποφασιστικά το δίνει στον Ιούδα. «Κάνε ό,τι έχεις να κάνεις» του λέει.
Ο προδότης γλιστρά έξω και τρέχει στο μέγαρο του Καϊάφα. Προσφέρεται να δώσει διέξοδο στους δισταγμούς των αρχιερέων. Εκείνοι, που φοβούνται λαϊκή εξέγερση αν επιχειρήσουν τη σύλληψη του Ιησού στα φανερά, αναγνωρίζουν στον Ιούδα τη λύση για το πρόβλημά τους. Πίσω στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς προετοιμάζει τους μαθητές του, αλλά φαίνεται ότι τα λόγια του πια δεν είναι τούτου του κόσμου.
Ανήσυχος ο Πέτρος: «Εγώ, Κύριε, είμαι έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για σένα».
Εκείνος του απαντά πικρά: «Λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ πριν ή τρις απαρνήση μοι ειδέναι με», δηλαδή πριν ξημερώσει τρεις φορές θα μ’ έχεις αρνηθεί.
Στη συνέχεια, εκεί με τους έντεκα πιστούς μαθητές του, προχωρά στην καθιέρωση του πιο σκοτεινού και του πιο λαμπερού, του πιο φοβερού και του πιο τερπνού μυστηρίου, της θείας ευχαριστίας. Έκοψε το ψωμί και το μοίρασε σε όλους: «Λάβετε φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου».
Κι έπειτα, το ποτήρι με το κρασί: «Πίετε εξ αυτού πάντες. Τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον». Μια γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα έχει απλωθεί πάνω από την Παλαιστίνη, όταν φεύγουν από την Ιερουσαλήμ και κατευθύνονται προς το Όρος των Ελαιών.
Αφήνει τους μαθητές του κάτω από τις ελιές. « Καθίστε εδώ και προσευχηθείτε».
Και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο προχωρά πιο πέρα, μέσα σε μια αγωνία για το αναπόφευκτο που δεν έλεγε να τελειώσει. Ο ίδιος έχει κυριευτεί από αμφιβολία.
«Περίλυπος εστί η ψυχή μου έως θανάτου», λέει στους αγαπημένους του μαθητές και προχωρά πιο μπροστά μόνος. Πέφτει με το πρόσωπο στη γη και προσεύχεται. Οι ώρες είναι δύσκολες.
Μιλά ταραγμένος στον Πατέρα του: «Πατέρα, όλα μπορείς να τα κάνεις. Ας μην πιω εγώ αυτό το πικρό ποτήρι».
Γυρίζει πίσω και βρίσκει τους μαθητές του να έχουν αποκοιμηθεί. Επιστρέφει στον τόπο της προσευχής. Πέφτει πάλι στα γόνατα. Η αγωνία του έχει κορυφωθεί.
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του Δόγματος, μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του χριστιανισμού ανοίγεται μπροστά μας. Γιατί ο Ιησούς αγωνιά; Λιποψύχησε; Κι αν λιποψύχησε, σαν θεός δεν ήξερε ότι θα αναστηθεί; Έπρεπε να νιώσει όλο το δράμα, όλη την αγωνία, όλη τη φρίκη, όλο τον πόνο κι όλη τη μοναξιά, για να αποκτήσει η θυσία το θεϊκό της περιεχόμενο. Δεν μπορούσε να είναι μια απλή διεκπεραίωση ούτε μια συμβολική πορεία με προαποφασισμένο χάπι εντ.
Ο Ιησούς ιδρώνει και ο ιδρώτας του ποτίζει τα νυχτολούλουδα του κήπου της Γεθσημανή. Του ίδιου κήπου που σε λίγο αναστατώνεται από τον ήχο των βημάτων και την κλαγγή των όπλων των αποσπασμάτων που τον ψάχνουν.
«Ξυπνήστε», φωνάζει στους μαθητές του, «ήρθε η ώρα. Φτάνει ο προδότης».
Με μαχαίρια και ξύλα οι άνθρωποι των αρχιερέων και οι στρατιώτες τον πλησιάζουν. «Χαίρε, Ραβί», του λέει ο Ιούδας και τον φιλάει.
Ο Ιησούς συλλαμβάνεται και οδηγείται στο συμβούλιο των αρχιερέων. Τα μεγάλα ερωτήματα και μερικές απαντήσεις για τη δίκη του Χριστού, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε αύριο. Ο Άννας, ο Καϊάφας και ο Πιλάτος έχουν σειρά να παίξουν τον ρόλο τους στο θείο δράμα.