Γράφει η Αγγελική Εκμετζόγλου
Τους θυμάμαι στο καμπαναριό της Παναγίας. Περνούσαν τα καλοκαίρια στη γειτονιά μας, μεγάλωναν την οικογένειά τους και περιεργάζονταν, με συγκαλυμμένο πάντα ενδιαφέρον, την άγνωστη γι’ αυτούς συνομοταξία που ζει πάνω στο χώμα, αγαπά όμως το πέταγμα και γυρεύει μόνιμα τρόπους να κατακτήσει αυτή τη συναρπαστική δυνατότητα – έστω και μεταφορικά ή μάλλον κυρίως με αυτή την έννοια.
Από τη γωνία της παιδικότητας τους έβλεπα πιο ογκώδεις και επιβλητικούς, σ’ ένα μέγεθος που χωρούσε ιδανικά τη μεγαλοπρέπεια. Στην αναπεπταμένη κιόλας εκδοχή τους δεν άφηναν περιθώρια αντίρρησης. Εξάλλου εκεί στα πεδινά του Ορχομενού, μακριά πολύ απ’ τα μεγέθη των ορέων, οι πελαργοί έκαναν μια αξιοσημείωτη διαφορά.
Στεκόμουν και τους παρατηρούσα στο ευάερο ενδιαίτημά τους και γαλήνευα. Ακόμα κι όταν η μάνα μου για να με πείσει να τρώω το φαγητό μου σύγκρινε τα αδύνατα πόδια μου με τα δικά τους, η δυσφορία μου δεν επισκίαζε καθόλου τη χαρά που έπαιρνα από την παρουσία τους – ούτε βέβαια επηρέαζε την όρεξή μου.
Δεν είχα ποτέ ακούσει τη φωνή τους, ένα κρώξιμο ενόχλησης ή μιας ευχαρίστησης τον ήχο. Μόνο το πλατάγισμά τους έχω στα αυτιά μου, το κλαπ με το τίναγμα των φτερών τους, ωραίο, δυνατό, αυτοπεποιθησιακό… χτύπημα σαν χειροκρότημα μοναχικό στην παντοκρατόρισσα φύση.
Στη φωτογραφία, επίγονοι που επέλεξαν το θερμό κλίμα της Λιβαδειάς και την κεραία της COSMΟΤΕ για να στήσουν τη φωλιά τους. Ανήσυχοι, γυρεύουν τους φίλους τους που σκόρπισε η χθεσινή άγρια καταιγίδα. Ποιος ξέρει πού να βρήκαν καταφύγιο και γιατί αργούν να φανούν… Όχι, διορθώνω. Καμία ανησυχία. Τίποτα δεν βαραίνει τα φτερά τους. Απλώς κάνουν ότι αποφεύγουν τον φακό, επιδεικτικά τον αγνοούν, στην πραγματικότητα ποζάρουν.