Γράφει ο Παναγιώτης Μαυριτσάκης
Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες μέρες γύρω από το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης
σχετικά με την παροχή υπηρεσιών ταξί δεν είναι μια κλασσική διακομματική κόντρα μικροπολιτικού χαρακτήρα. Είναι μία πάλη ιδεών στην αρένα της οποίας αντιμάχονται η πρόοδος με τη συντήρηση, η καινοτομία με την ιδεοληπτική μικρονοΐα.
Το (Taxi)Beat αδιαμφισβήτητα βελτίωσε δραστικά τις παρεχόμενες υπηρεσίες αστικής μεταφοράς.
Η παλιά εικόνα του «ταρίφα» με το πειραγμένο κοντέρ, τα βρωμερά καθίσματα, την ακατάπαυστη φλυαρία, την αμφιβόλου ποιότητας κούρσα και τους αγενείς τρόπους που σε ορισμένες περιπτώσεις έφταναν στα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης αντικαταστάθηκε από ασφαλείς, ευγενείς και επαγγελματίες οδηγούς ταξί. Εδώ δημιουργείται η απορία: εξαφανίστηκαν εν μία νυκτί ως δια μαγείας όλοι οι «ταρίφες» και έδωσαν τις θέσεις τους σε επαγγελματίες οδηγούς; Ναι, ακριβώς αυτό έγινε! Και το ξόρκι είναι σύντομο, εύκολο και εφαρμόσιμο και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ!
Κυβερνητικά στελέχη και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ συγκρούονται με την ίδια την κοινή λογική στην απόπειρα τους να παρουσιάσουν τις πλατφόρμες διαμεσολάβησης ως ραδιοταξί με application. Η καινοτομία στο concept της Beat έγκειται στη δυνατότητα επιλογής του βέλτιστου οδηγού και αξιολόγησης του για τους επόμενους χρήστες. Επί της ουσίας αποτελεί μια αμεσοδημοκρατική δομή, μια νίκη της ελεύθερης αγοράς ενάντια στις δυνάμεις του κρατισμού και των συντεχνιών και αυτό είναι που πρωτίστως ενοχλεί την Κυβέρνηση.’Ετσι λοιπόν, φορώντας το χιλιοφορεμένο προσωπείο της κοινωνικής ευαισθησίας και της προάσπισης των λαϊκών συμφερόντων, η Κυβέρνηση προσπαθεί με σαθρά επιχειρήματα να επαναφέρει την αγόρα στην πρότερη δυσάρεστη κατάσταση.
Πρώτα απ’ όλα, η σύναψη τριετών συμβάσεων με τους οδηγούς όχι μόνο αλλοιώνει τη φύση και το σκοπό της ίδιας της εταιρείας, αλλά ουσιαστικά αναιρεί τη δυνατότητα αξιολόγησης των ταξιτζήδων. Στόχος της να επαναφέρει την παλιά δημοσιοϋπαλληλική σχέση ταξιτζή-πελάτη επιτρέποντας ταυτόχρονα μια τύποις λειτουργια της ηλεκτρονικής πλατφόρμας (επειδή είμαστε και με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα) χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκτυπο στην καλυτέρευση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Επόμενο, λοιπόν, να βρει σύμμαχο στο συνδικαλιστικό σωματείο των ταξιτζήδων, νοσταλγό της ασυδοσίας του παρελθόντος.
Ενστάσεις από την πλευρά των οδηγών ταξί εγείρει η πεποίθηση οτι δεν αξιολογούνται βάσει των υπηρεσιών τους αλλα παίρνουν αρνητικές κριτικές «επειδή δεν τους αρέσει η φάτσα μου». Ακόμη και αν αγνοήσουμε το γεγονός οτι κανένας πελάτης δεν έχει λόγο να μεροληπτήσει κατά οδηγού αλλά και ότι αυτή η λογική δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει κανόνα, αύτο το επιχείρημα θυμίζει τον κακό μαθητή που για να δικαιολογήσει τις χαμηλές του επιδόσεις κατηγορεί «τους κακούς καθηγητές που δεν τον συμπαθούν».Εκεί ακριβώς όμως εντοπίζεται το πρόβλημα. Η αξιολόγηση ευνοεί τους επαγγελματίες οδηγούς έναντι των αρπακολλατζήδων, προκρίνει την αριστεία έναντι της μετριότητας.
Εν γένει η ενασχόληση με τα κοινά αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών.Το Beat σίγουρα δε μας άλλαξε τη ζωή ούτε «έφερε την ανάπτυξη», αλλά κατέστησε την καθημερινότητα μας κάπως πιο ανεκτή. Παρ’όλα αυτά, δευτερεύουσα σημασία έχει για την Κυβέρνηση η κοινωνική ανταποδοτικότητα της αξιολόγησης και της ανταγωνιστικότητας μπροστά στη δυνατότητα μιας ακόμη χυδαίας μεροληψίας εκλογικών σκοπιμοτήτων. Εν ολίγοις, φαίνονται να έχουν ένα πρόβλημα για κάθε μας λύση.