του Δημήτρη Λάμπρου
Η είδηση από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην 81η ΔΕΘ είναι ότι η ύφεση για την ελληνική οικονομία αποτελεί παρελθόν. Έπειτα από επτά χρόνια παγίδευσης σε ένα καθοδικό σπιράλ θανάτου, που οδήγησε στη φτωχοποίηση των μισών Ελλήνων, στην απώλεια του 25% του ΑΕΠ και στην αμαύρωση της εικόνας της χώρας διεθνώς, το 2017 το πρόσημο της εθνικής οικονομίας θα είναι θετικό με ταυτόχρονη περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας.
Η μεγέθυνση συνολικά του ΑΕΠ κατά τη γνώμη μου θα είναι αναιμική, θα κυμανθεί στο +0,5%, ενώ σύμφωνα με την εκτίμηση του πάντοτε αναιτιολόγητα αισιόδοξου ΔΝΤ μπορεί και να φτάσει στο +2,7%. Προς τιμήν του ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχθηκε ότι η ανάκαμψη δεν είναι αποτέλεσμα ενεργειών της δικής του κυβέρνησης, αλλά ένα ριμπάουντ της υπερβολικά πιεσμένης ελληνικής οικονομίας από την πολυετή κρίση και από τα αδιανόητα σφάλματα στον πολιτικό χειρισμό της.
Σωστά ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η συζήτηση τους επόμενους μήνες θα πρέπει να αφορά την ορθή διαχείριση αυτής της ανάκαμψης, ώστε να είναι βιώσιμη, δίκαιη και, το κυριότερο, να μην οδηγήσει εκ νέου σε μια υποτροπή που θα σημάνει την οριστική απώλεια δύο γενεών για τη χώρα.
Στον οδικό του χάρτη ο κ. Τσίπρας έθεσε συγκεκριμένους στόχους ως αναγκαία βήματα για την έξοδο από την κρίση. Κατ’ αρχάς είναι φυσικά στις αρχές Οκτωβρίου η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης για την εκταμίευση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ. Το δεύτερο αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους και την εκμετάλλευση ενός ορισμένου θετικού κλίματος υπέρ του αιτήματος αυτού που έχει δημιουργήσει προστριβές μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ. Το τρίτο είναι η ένταξη της Ελλάδας στο QE, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που με τη σειρά του θα σημάνει την αλλαγή της στάσης των αγορών και των επενδυτών απέναντι στην ελληνική οικονομία, αν αυτή εξασφαλίσει τις εγγυήσεις της ΕΚΤ.
Αν αυτά σας ακούγονται μακρινά, είναι γιατί είναι μακρινά. Είναι στόχοι του μέσου μέλλοντος και πιθανόν επιτελούν τη λειτουργία ενός αφηγήματος του κ. Τσίπρα για τη συγκράτηση των πολιτικών δυνάμεων που έχουν απογοητευτεί από την κυβερνητική πρακτική του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για χρήσιμα μέτρα ή για σημαντικές παραμέτρους της συζήτησης που αναμφίβολα θα ξεκινήσει.
Όμως οι πολίτες έχουν ακούσει τόσες φορές τόσα προγράμματα, τόσες θαυμάσιες ιδέες -και να μην ξεχάσω, τόσα ψέματα- από το βήμα της ΔΕΘ, που δικαιολογημένα δυσπιστούν απέναντι στις προθέσεις ακόμα κι αν υποτεθεί ότι είναι καλές. Του γεγονότος είναι, φαίνεται, γνώστης ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος σε μια αποστροφή του απαντώντας σε ερώτηση είπε: «Αν εμείς δεν αλλάξουμε, ούτε η απομείωση του χρέους ούτε η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να την βγάλει από την κρίση».
Το ερώτημα είναι επομένως: Τι μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση; Μια ανάκαμψη που συμβολικά σηματοδοτείται από την ολοκλήρωση του Προγράμματος και την έξοδο από το μνημόνιο. Πώς λοιπόν θα βγει η Ελλάδα από το μνημόνιο; Και συναφώς γιατί η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία κατόρθωσαν σε μικρό χρονικό διάστημα να προχωρήσουν στις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις και να επιστρέψουν, έστω και πληγωμένες, στην κανονικότητα; Για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί το πολιτικό προσωπικό τους είναι πολύ καλύτερο και πολύ λιγότερο διεφθαρμένο από το αντίστοιχο της Ελλάδας.
Και δεύτερον, γιατί σε αυτές τις χώρες δεν είχε συντελεστεί τόσο ανελέητη λεηλασία του δημόσιου ταμείου. Δεν είχε γίνει τέτοια λήστευση ούτε κονδύλια 1,8 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, είχαν γίνει σαμπάνιες και λουλούδια στα ανά την επικράτεια πολιτιστικά κέντρα όταν δεν κατέληγαν στα θησαυροφυλάκια των ελβετικών τραπεζών και των Κάιμαν Άιλαντς.
Η πάταξη της διαφθοράς είναι το κομβικό σημείο. Όλα όσα ακούγονται για επενδύσεις, για καινοτομία, για υγιή επιχειρηματικότητα, για στροφή στην πρωτογενή παραγωγή κ.λπ. έχουν την αξία τους. Αλλά δεν είναι εκείνα που μπορούν να αναστήσουν την Ελλάδα, τουλάχιστον όχι μόνα τους.
Αν ο κ. Τσίπρας εννοεί αυτά που διακηρύσσει, πρέπει να αναμετρηθεί με το τέρας της διαφθοράς όχι μόνο από εδώ και μπρος, αλλά την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία. Η λήστευση της χώρας από επίορκους λειτουργούς είναι ένα έγκλημα που είναι απαράγραπτο και που πρέπει να βρεθούν οι τρόποι να τιμωρηθούν αυστηρά οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί του. Τα στοιχεία υπάρχουν, η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, όπως μας είπε ο πρωθυπουργός. Άρα μπορεί και πρέπει να αποδοθεί, ώστε να πολεμηθούν και να διαλυθούν οι σκληρύνσεις, οι πυρήνες, που λυμαίνονται όλους τους τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας στην Ελλάδα.
Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπλοκή με διαφορετικό ίσως προσωπείο θα καρπωθεί τα οφέλη της όποιας ανάπτυξης, όπως γινόταν και γίνεται ακόμα. Η εξυγιαντική παρέμβαση μιας αδέκαστης εξουσίας θα εξέταζε όλους τους σαθρούς θεσμούς που συγκροτούν τον δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα της χώρας. Όργια διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, σκάνδαλα, εκμετάλλευση είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση σε θεσμούς όπως οι ΟΤΑ, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, ο επαγγελματικός αθλητισμός και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Εκεί πρέπει να επικεντρώσει τον στόχο του ο πρωθυπουργός.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι ηγείται μιας κυβέρνησης που προσπαθεί να είναι φιλολαϊκή και μερικές φορές τα καταφέρνει. Γνωρίζει πολύ καλά ότι ακόμα κι αν ήθελε δεν θα μπορούσε να είναι επικεφαλής μιας αριστερής κυβέρνησης – Μνημόνιο γαρ. Αλλά κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει –μάλιστα ευρωπαϊκοί κύκλοι τον παροτρύνουν- να γίνει επιτέλους αρχηγός μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης. Και ριζοσπαστισμός σημαίνει ρήξη με το κατεστημένο, με το σάπιο παρελθόν, με όλα τα βαρίδια που κρατούν αιχμάλωτη μια χώρα με σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες και αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό πρέπει να κάνει, αν θέλει να προσφέρει κάτι στην Ελλάδα σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της.