Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στη δίνη των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων μετά την απόφαση της κυβέρνησης, που έγινε αποδεκτή από τη Βουλή, να προκηρύξει δημοψήφισμα για την επόμενη Κυριακή 5 Ιουλίου 2015.
Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί πως από την εποχή που η χώρα μπήκε στο σκοτεινό τούνελ της χρεωκοπίας, οι πολιτικές εξελίξεις προκύπτουν και θα προκύπτουν ως ασυνέχειες, ως ατυχήματα και πως από την άποψη αυτή το δημοψήφισμα Τσίπρα εντάσσεται σε αυτή τη σειρά των πρωτοβουλιών: δεν αίρει το αδιέξοδο και πολύ περισσότερο δεν συγκροτεί ολοκληρωμένη λύση για το πολυσχιδές ελληνικό πρόβλημα.
Για τον ίδιο τον κ. Τσίπρα όμως η απόφαση να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία αποτελεί μια γενναία πράξη, που όπως όλα τα τολμήματα εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος για τη συμφωνία ή όχι με τις προτάσεις των θεσμών συνιστά μια θαρραλέα πράξη. Οχι γιατί δίνει τον λόγο στον λαό. Ούτε γιατί διευρύνει τη δημοκρατία – άλλωστε, δύσκολα λες ότι η Ελλάδα έχει πλήρη δημοκρατία. Αλλά επειδή, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της κάλπης της 5ης Ιουλίου, η θέση του κ. Τσίπρα καθίσταται δυσχερής. Και αυτό το γνωρίζει.
Και να γιατί. Στην περίπτωση που οι Ελληνες ψηφίσουν κατά πλειοψηφία ΝΑΙ στη συμφωνία με τους θεσμούς, ο κ. Τσίπρας –ο οποίος έχει εκδηλωθεί υπέρ του ΟΧΙ- οφείλει να παραιτηθεί και να προκηρύξει εκλογές. Κι αυτό όχι γιατί το ζητούν οι απαξιωμένοι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά επειδή δεν νοείται από τη θέση του πρωθυπουργού να υπηρετήσεις μια πολιτική γραμμή που δεν την ενστερνίζεσαι ούτε την πιστεύεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ενδεχόμενες εκλογές μετά την επικράτηση του ΝΑΙ, μόνο δεινά θα επιφέρουν στον τόπο, καθώς δεν έχουν αναδυθεί υγιείς πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τους πολίτες για την αιματηρή προσπάθεια που απαιτείται για τον απεγκλωβισμό της Ελλάδας από το καταστροφικό σπιράλ θανάτου. Το πιθανότερο σενάριο είναι η κονιορτοποίηση του πολιτικού σκηνικού και η ανακύκλωση στα κοινοβουλευτικά έδρανα και στα άλλα κρίσιμα κέντρα αποφάσεων των ίδιων ανεπαρκών, γραφικών και διεφθαρμένων προσώπων που πρωταγωνίστησαν στο ελληνικό δράμα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Στην περίπτωση επικράτησης του ΟΧΙ, ενώ το αποτέλεσμα από τους περισσότερους θα εκληφθεί ως πολιτικός θρίαμβος του κ. Τσίπρα, στην πραγματικότητα η κατάσταση που θα διαμορφωθεί την επόμενη μέρα θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη. Η Δευτέρα 6 Ιουλίου, σε αυτή την περίπτωση, απαιτεί στο τιμόνι έναν στιβαρό ηγέτη επικεφαλής ενός ευέλικτου και αποφασισμένου κυβερνητικού σχήματος, που θέλει και μπορεί να αντισταθεί στις τεράστιες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που αναπόφευκτα θα ενταθούν -και να αντισταθεί χωρίς απώλειες. Από τη μέχρι στιγμής κυβερνητική θητεία δεν φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας θέλει και μπορεί να ανταποκριθεί σ’ ένα τόσο πολύπλοκο και υπερκομματικό ρόλο. Ούτε το κυβερνητικό του σχήμα που –όχι πάντοτε άδικα- έχει κατηγορηθεί για ερασιτεχνισμό και επιπολαιότητα. Αν σε αυτά προστεθούν οι ελπίδες που ευρύτατα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα έχουν επενδύσει στη ρήξη με την ΕΕ ως εφαλτήριο επιστροφής στα προνόμια του υπερδανεισμού, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως η διαχείριση του ΟΧΙ είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, δυσχερής από τη νίκη του ΝΑΙ. Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να επικρατήσουν οι κραταιές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις του λαϊκισμού και συνακόλουθα είναι πιθανή η διολίσθηση της χώρας σε περιοχές αχαρτογράφητες, αλλά οπωσδήποτε όχι εύφορες και θετικές.
Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι οποιοδήποτε κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ο Αλέξης Τσίπρας δεν συγκομίζει βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος εκτός από την ικανοποίηση μιας ανυποχώρητης διαπραγμάτευσης.
Επιπλέον το δημοψήφισμα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει τη λύση για το δομικό πολιτικοοικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας. Όμως η αλήθεια είναι ότι με το υπάρχον πολιτικό προσωπικό που στη συντριπτική του πλειονότητα προέρχεται ή υποστήριξε ή αναδείχθηκε μέσα από τον μεταπολιτευτικό βούρκο η λύση του δράματος της Ελλάδας φαντάζει και θα είναι –αν είναι- μακρινή και επώδυνη. Και καθόλου αυτονόητη, όπως πολλοί απλοϊκά πιστεύουν.