Τελευταία Νέα

Γράφει ο Δημήτρης Λάμπρου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τον Μάιο του 1917 η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τόσο περίπλοκη που οι Σύμμαχοι της Αντάντ προσχωρούν στο παλαιό ελληνικό ρητό, το οποίο προέρχεται σύμφωνα με τον μύθο από το Γόρδιο: «ό,τι δεν λύνεται, κόβεται».  Οι αλλεπάλληλες διασκέψεις των Συμμάχων καταλήγουν ότι μόνο δραστικά μέτρα που εκκινούν από την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου είναι δυνατόν να αποκαταστήσουν το γόητρο και την ασφάλεια των στρατιωτικών τους δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο.

Οι διεθνείς συνθήκες έχουν πλέον μεταβληθεί και η τύχη του Κωνσταντίνου έχει κριθεί. Η εκθρόνιση του Τσάρου Νικολάου στη Ρωσία φέρνει στην εξουσία την αστικοδημοκρατική κυβέρνηση Κερένσκι η οποία έχοντας να αντιμετωπίσει κολοσσιαία εσωτερικά προβλήματα δεν θεωρεί ζωτικής σημασίας τη διατήρηση του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο. Επιπρόσθετα στη Γαλλία, τη δύναμη που υποστήριζε σθεναρά τον Βενιζέλο, ο Ριμπό διαδέχεται τον Μπριάν στην πρωθυπουργία και ακολουθεί πολύ πιο σκληρή γραμμή στο ελληνικό ζήτημα θέτοντας επιτακτικά το θέμα της ενοποίησης της Ελλάδας υπό τον Κρήτα πολιτικό.
Είναι γνωστό ότι από τον Σεπτέμβριο του 1916 το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης με επικεφαλής τον Βενιζέλο και τους Δαγκλή, Κουντουριώτη, δημιουργεί το λεγόμενο κράτος της Θεσσαλονίκης. Η Ελλάδα χωρίζεται σε 3 κυρίως ζώνες: Η λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα που παραμένει βασιλική, το κράτος της Θεσσαλονίκης που διαρκώς επεκτείνεται προς νότον με τη βοήθεια των συμμαχικών όπλων και την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας που καταλαμβάνεται από γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα. Η επιχείρηση κατάληψης των Αθηνών από τα γαλλικά αγήματα του ναυάρχου Νταρτίζ ντι Φουρνέ στις 18 Νοεμβρίου 1916 οδηγεί στα Νοεμβριανά με δεκάδες και ίσως εκατοντάδες νεκρούς, Ελληνες και συμμάχους. Ακολουθεί δίωξη των βενιζελικών και το περιβόητο Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους.

Την οδυνηρή έκπληξη των Συμμάχων για την ένοπλη αντίσταση της Παλαιάς Ελλάδας διαδέχεται η οργή: αυστηρό τελεσίγραφο απαιτεί την αποχώρηση όλων των ελληνικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, την εγκατάσταση συμμαχικού ελέγχου στην Πάτρα και στον Ισθμό και την επίβλεψη όλων των στρατιωτικών κινήσεων της κυβέρνησης της Αθήνας.

 

Επιπλέον εγκαθίσταται από τις 7 Δεκεμβρίου 1916 ένας αυστηρός θαλάσσιος αποκλεισμός της Παλαιάς Ελλάδας από τον Συμμαχικό στόλο σε μια προσπάθεια κάμψης της βασιλικής κυβέρνησης υπό το φάσμα του λιμού που εμφανίζεται σε μια χώρα ελλειμματική στην παραγωγή τροφίμων. Η κακουχία στην οποία υποβάλλεται ο ελληνικός λαός είναι μεγάλη και η επισιτιστική κρίση εντείνει την ταλαιπωρία. Ο λιμός αποτελεί τραγική πραγματικότητα, ειδικά για τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού: Είναι χαρακτηριστικό ότι τα φύλλα των εφημερίδων της εποχής παρακολουθούν με καθημερινές ανταποκρίσεις την πορεία των πλοίων που μεταφέρουν τρόφιμα και ανακοινώνουν διανομές στον Πειραιά, στην Αθήνα κ.λπ.

 

Ο λιμός στη Λιβαδειά και τη Θήβα

 

Τον Μάρτιο του 1917 100 άτομα πεθαίνουν λόγω φυματίωσης στην Αθήνα έναντι 72 τον αντίστοιχο μήνα του 1916. Με μεγάλη ανησυχία ο Δήμος Αθηναίων σε στατιστική που καταρτίζει διαπιστώνει την προϊούσα αύξηση θανάτων μαθητών από φυματίωση λόγω ανεπαρκούς διατροφής. Περαιτέρω υπάρχει τεράστια αύξηση των ασθενούντων μαθητών –ο δήμος Αθηναίων κάνει λόγο για το 33%- καθώς η εξάντληση λόγω του υποσιτισμού καθιστά ευάλωτους τους παιδικούς οργανισμούς.

 

Η έλλειψη τροφίμων είναι τον Μάιο του 1917 ιδιαίτερη επώδυνη στην περιοχή της Λιβαδειάς. Η Επιτροπή Προμηθειών που έχει συσταθεί στην πόλη ζητεί βοήθεια από την ομόλογή της των Θηβών. Ο εισαγγελέας Λεβαδείας Ν. Παπαδάκης αποστέλλει τηλεγράφημα στον Τ. Γκαβέα που αναφέρει χαρακτηριστικά:

 

Κύριον Τιμ. Γκαβέαν

Θήβας
Τρόφιμα ενταύθα εξηντλήθησαν διά της εχούσης ανάγκην εργατικής τάξεως. Επικαλούμαι εθνικήν αλληλεγγύην αυτόθι Επιτροπής και παρακαλώ όπως ευαρεστηθή και χορηγήση μιαν εύλογο ποσότητα εκ των αυτόθι περισσευμάτων διά την επαρχία Λεβαδείας. Προς αποφυγήν διενέξεων παρακαλώ απαντήσατε.

Ο Εισαγγελεύς

 

Ν. Παπαδάκης

 

Η Επιτροπή στη Θήβα συσκέπτεται και αποφασίζει την αποστολή 1.500 οκάδων αλεύρων στην τρέχουσα τιμή, την ίδια που προμηθεύονται την πρώτη ύλη τα αρτοποιεία.

 

Η απάντηση του Γκαβέα στον Παπαδάκη επιβεβαιώνει την απόφαση:

 

Κύριον Εισαγγελέα Λεβαδείας

Λαϊκή Επιτροπή Θηβών συνειδυεία εθνικήν ανάγκην χορηγεί εκ του άρτου της διά την αδελφήν Λεβάδειαν ποσόν 1500 οκάδων αλεύρου. Φροντίσατε παραλαβήν ενταύθα.

Πρόεδρος Επιτροπής

Τιμ. Γκαβέας

Τα θηβαϊκά άλευρα παραλαμβάνονται στη Λιβαδειά και διανέμονται στους δικαιούχους. Ο εισαγγελέας Παπαδάκης αποστέλλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα:

 

Κύριον Τιμ. Γκαβέαν

 

Ευχαριστώ θερμώς υμάς και λοιπά έντιμα μέλη αυτόθι Επιτροπής διά παραχώρησιν αλεύρων χάριν αναγκών των εδώ πεινουσών εργατικών τάξεων μαρτυρούσα πατριωτικά αισθήματα Θηβαίων εις τας διανυομένας κρισίμους εθνικάς περιστάσεις.

Εισαγγελεύς

Ν. Παπαδάκης

Το ζήτημα του αποκλεισμού και του λιμού στην Ελλάδα είναι σημαντικό διότι αποτελεί και την αφορμή της απόφασης για την κατάληψή της από τα Συμμαχικά στρατεύματα τον Ιούνιο του 1917. Συγκεκριμένα η διανομή της θεσσαλικής σοδειάς το καλοκαίρι του 1917 είναι βασική αφορμή της συμμαχικής προώθησης καθώς εφόσον αυτή περιέλθει στα χέρια των βασιλικών ο συμμαχικός αποκλεισμός φαίνεται να μην έχει νόημα ούτε να εξυπηρετεί την αρχική ομολογημένη στόχευση της ανατροπής του Κωνσταντίνου από την ογκούμενη λόγω πείνας λαϊκή δυσαρέσκεια.

 

Στις 15/28 και 16/29 Μαΐου 1917 η βρετανική κυβέρνηση συγκαλεί αγγλογαλλική διάσκεψη στο Λονδίνο με αποκλειστικό θέμα την κατάσταση στην Ελλάδα. Το ελληνικό ζήτημα υπό την διαρκή πίεση της γαλλικής πλευράς και του ίδιου του στρατηγού Σαράιγ πρέπει να επιλυθεί με την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την ενσωμάτωση της Παλιάς Ελλάδας στον κράτος της Θεσσαλονίκης. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Ριμπό και ο υπουργός Εξωτερικών Πενλεβέ προσήλθαν αποφασισμένοι να αποσπάσουν τη συγκατάθεση της βρετανικής πλευράς ενώ φαίνεται ότι σε περίπτωση βρετανικής άρνησης η Γαλλία είχε προετοιμαστεί για μονομερή δράση –χωρίς τη βρετανική συμμετοχή.

 

Οι Βρετανοί, το Πολεμικό Συμβούλιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, είχε συμβιβαστεί με την ιδέα της εκθρόνισης του Κωνσταντίνου υπέρ ενός από τους γιους του αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της φιλοβασιλικής Ελλάδας.

 

Δύο μέρες διαπραγματεύσεων ήταν αρκετές για τους Βρετανούς να σύρουν τους Γάλλους προς τις θέσεις τους και εν τέλει να αποφασιστεί η ειρηνική διευθέτηση της εκθρόνισης του βασιλιά Κωνσταντίνου παρότι τις επιχειρήσεις αναλαμβάνουν να διευθύνουν οι Γάλλοι.

 

Αφορμή της επέμβασης λογίζεται η κατάσχεση της σοδειάς στη Θεσσαλία ώστε να ενταθεί η πίεση στον ήδη χειμαζόμενο πληθυσμό  της Παλαιάς –πιστής στον Κωνσταντίνο- Ελλάδας. Το στρατιωτικό μέρος συνίσταται στην κατάληψη της Θεσσαλίας και της ταυτόχρονης του Ισθμού της Κορίνθου (και όχι στην Αθήνα όπου με δική τους πρωτοβουλία αποβιβάστηκαν οι Γάλλοι εξοργίζοντας το Φόρεϊν Οφις) ώστε να αποκλειστούν στην Πελοπόννησο τα «βασιλικά στρατεύματα» που είχαν αποσυρθεί εκεί μετά από τελεσίγραφο των Συμμάχων της Αντάντ, το οποίο έκανε αποδεκτό η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας υπό τον Σπυρίδωνα Λάμπρου.

 

Ο στρατηγός Σαράιγ που διοικούσε τις συμμαχικές δυνάμεις στο μακεδονικό μέτωπο και που ο ίδιος υπήρξε εμμανής υποστηρικτής της εκθρόνισης του Κωνσταντίνου επιφορτίστηκε με το καθήκον να καταλάβει με τα στρατεύματά του τη θεσσαλική πεδιάδα και τον Ισθμό με όσο το δυνατόν πιο ειρηνικό τρόπο. Ο Γάλλος γερουσιαστής Ζονάρ, υπό την αμφισβητούμενο τίτλο του ύπατου αρμοστή, που έχει εγκατασταθεί από τις 24Μαΐου/6 Ιουνίου στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας επιδίδει τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό Ζαΐμη με το οποίο απαιτεί την παραίτηση του Κωνσταντίνου στις 11 Ιουνίου 1917. Ο Κάρολος Ζοννάρ καλεί τον πρωθυπουργό Ζαΐμη στο καταδρομικό «Μπρουίξ» που είναι αγκυροβολημένο στον Πειραιά και λέγεται ότι απευθύνεται με σκληρή γλώσσα στον «πονηρό Καλαβρυτινό»: «Ιδιαιτέρα πατρίδα μου είναι το Αρράς», λέει ο Γάλλος γερουσιαστής στον Ζαΐμη και προσθέτει: «Οι Γερμανοί έκαψαν και κονιορτοποίησαν την ιδιαίτεραν πατρίδα μου. Δεν θα διστάσω να κάψω και να κονιορτοποιήσω τας Αθήνας. Εγώ δεν είμαι Φουρνιέ…».

 

Το τελεσίγραφο που επιδίδει ο Ζοννάρ στον Ελληνα πρωθυπουργό έχει ως εξής.

 

«Επί του Ζουστίς, 28 Μαΐου 1917

 

Κύριε πρόεδρε,

Αι Προστάτιδες της Ελλάδος Δυνάμεις, απεφάσισαν να αποκαταστήσουν την ενότητα του Βασιλείου χωρίς να θίξουν τα μοναρχικάς συνταγματικάς διατάξεις, ας έχουσιν εγγυηθή εις την Ελλάδα.

Επειδή η Α.Μ. ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος παρεβίασε, προφανώς εξ ιδίας πρωτοβουλίας, το Σύνταγμα του οποίου εγγυήτριαι τυγχάνουν η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία έχω την τιμήν να δηλώσω στην Υμετέραν Εξοχότητα ότι ο Βασιλεύς απώλεσε την εμπιστοσύνην των Προστατίδων Δυνάμεων και ότι αύται θεωρούσιν ότι απηλλάγησαν των έναντι αυτού υποχρεώσεων αίτινες απορρέουσιν εκ των δικαιωμάτων της προστασίας αυτών.

Εχω επομένως ως αποστολήν, επί τω σκοπώ αποκαταστάσεως της συνταγματικής νομιμότητος να αξιώσω την παραίτησιν της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου, όστις θέλει υποδείξει μεταξύ των κληρονόμων του, εν συμφωνία με τας Προστατίδας Δυνάμεις τον Διάδοχον αυτού.

Είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω απάντησιν εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών.

 

Δεχθείτε παρακαλώ κύριε Πρόεδρε την διαβεβαίωσιν της εξόχου προς Υμάς εκτιμήσεως

 

Ζοννάρ».

 

Η σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος επικυρώνει τη συμμαχική εντολή : ο Κωνσταντίνος με προσωπική απόφαση και παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των επιτελών του δέχεται το τελεσίγραφο και παραιτείται από τον ελληνικό θρόνο. Όπως αφηγείται τα συγκλονιστικά γεγονότα η επίσημη ιστορία του ΓΕΣ «Ο πρωθυπουργός Ζαΐμης, παρουσιασθείς εις τον Βασιλέα, κατέστησε εις τούτον γνωστήν την απόφασιν των Συμμάχων και το επιδοθέν υπό του Ζοννάρ τελεσίγραφον, τον συνεβούλευσε δε όπως διά το συμφέρον της πατρίδος υποταχθή εις τούτο. Εζήτησεν όμως όπως προς λήψιν οριστικής αποφάσεως κληθή το Συμβούλιο του Στέμματος. Το απόγευμα συνήλθε το Συμβούλιον τούτο, συγκριτηθέν υπό των πρώην πρωθυπουργών υπό την Προεδρίαν του Βασιλέως. Κατ’ αυτό ο Ζαΐμης εισηγήθη και πάλιν όπως λόγω της κρισιμότητος της καταστάσεως παραιτηθή ο Βασιλεύς υπέρ του πρίγκιπος Αλεξάνδρου. Οι υπόλοιποι όμως διεφώνησαν συμβουλεύσαντες τον Βασιλέα κατά το μάλλον ή ήττον εντόνως να μη υποταγή αλλά να προβάλλη αντίστασιν».

 

Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό:

««Ύπείκων είς τήν ανάγκην καί επιτελών κα­θήκον προς τήν Ελλάδα, έχων δέ προ οφθαλ­μών, Αυτής μόνον τό συμφέρον, αναχωρώ έκ τής αγαπητής Μου Πατρίδος, μετά τού Διαδό­χου Μου αφήνων είς τον Θρόνον τον υϊόν μου Άλέξανδρον.
»Καί μακράν τής Ελλάδος ή Βασίλισσα καί Εγώ θέλομεν διατηρή τήν αυτήν πάντοτε άγάπην πρός τόν Έλληνικόν Λαόν.
»Σάς παρακαλώ όλους νά άποδεχθήτε μέ ήρεμίαν καί ψυχικήν γαλήνην τήν άπόφασίν μου, μέ πίστιν είς τόν Πανάγαθον Θεόν τού οποίου επικαλούμαι υπέρ τοΰ Έθνους τήν έξ Ύψους άντίληψιν.
»Διά νά μή ματαιώσετε όμως τήν σκληράν θυσίαν Μου αυτήν πρός τήν Πατρίδα, σάς εξ­ορκίζω όλους άν αγαπάτε τόν Θεόν, άν αγα­πάτε τήν Πατρίδα, άν αγαπάτε τέλος ‘Εμέ, νά τηρήσητε απόλυτον τάξιν, ήσυχίαν καί πειθαρχίαν. Ή μικρότερα παρεκτροπή καί άν προέρ­χεται έξ αγαθού αισθήματος, είναι αρκετή σή­μερον νά έπιφέρη μεγάλην καταστροφήν.
»Τήν στιγμήν αυτήν αποτελεί παρηγορίαν, διά τήν βασίλισσαν καί ‘Εμέ, ή αγάπη καί ή άφοσίωσις, τήν οποίαν Μάς έπεδείξατε πάντοτε είς ευτυχείς καί δυστυχείς ημέρας
».
Μερικές ώρες μετά ο πρίγκιπας Αλέξαν­δρος δίνει τον όρκο τού Βασιλιά στα ανάκτορα σε πολύ περιορισμένο κύκλο. Δεν παρίστανται παρά ό Κωνσταντίνος, η βασίλισσα Σοφία, οι αδελφοί του, οι θείοι του, ο πρωθυπουργός Ζαΐ­μης και μερικοί υπουργοί.
Κατόπιν εκδίδεται το διάγγελμα του νέου βασιλιά Αλέξανδρου προς τους Ελληνες. Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου είχε επιτευχθεί, όχι αναίμακτα όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά πάντως χωρίς τις μεγάλες περιπλοκές που στοιχειώνουν το βρετανικό και το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.

Η επίδοση του τελεσιγράφου από τον Ζοννάρ τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρξε από ψυχολογικής άποψης εντελώς αδέξια (ή σκόπιμη;). Οι Σύμμαχοι πιθανότατα δεν είχαν υπολογίσει ότι στην Ελλάδα ίσχυε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, το Παλιό, και πως η μέρα επίδοσης του οπωσδήποτε ιταμού τελεσίγραφου ήταν για τους Ελληνες η 29η Μαΐου 1917, η αποφράδα 29η Μαΐου, η ημέρα που όλοι γνωρίζουν ότι η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών με την ανοχή της αδιάφορης Δύσης. Ο συμβολισμός γίνεται  πιο ισχυρός καθώς το βασιλικό καθεστώς έχει συνδέσει τον θρύλο του τελευταίου αυτοκράτορα της Πόλης με τον Κωνσταντίνο: κοινό όνομα Κωνσταντίνος με τον στρατηλάτη/νικητή των Βαλκανικών πολέμων βασιλιά. Όλα αυτά συγκροτούν τον ιδρυτικό μύθο της Ελλάδας και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη φιλοβασιλική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας που αποτελούσε την επίσημη εξωτερική πολιτική της μικρής αλλά φιλόδοξης βαλκανικής χώρας. Ο πρεσβευτής της Βρετανίας σερ Φράνσις Ελλιοτ, κλείνει τη λεπτομερή έκθεση των γεγονότων που παρουσιάζουν τις εξελίξεις ως την παραίτηση του βασιλιά επιχειρώντας και  επιτυγχάνοντας να διερμηνεύσει όντως το κοινό αίσθημα: «Την Τρίτη, 29η Μαΐου 1453, ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αυτοκράτορας τής Κωνσταντινουπόλεως, έχασε τον θρόνο και τη ζωή του από τους Τούρκους. Την Τρίτη, 29η Μαΐου [π.ή.] 1917, ό Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων, καθαιρέθηκε από τον θρόνο του από τους Φράγκους και τελείωσε ταπεινωμένος τη βασιλεία του, η οποία άρχισε πριν από τέσσερα μόλις χρόνια μέσα σε ατμόσφαιρα θριάμβου και με οιωνούς ευημερίας».

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι η αναγκαστική παραίτηση του Κωνσταντίνου υπέρ του δευτερότοκου γιου του Αλέξανδρου γίνεται δεκτή με τεράστια δυσφορία από την πλειονότητα των κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδας.

 

Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα είναι βαριά και η περιγραφή του Γεώργιου Λεονταρίτη στο «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918» για τις κρίσιμες εκείνες ώρες εναργής και ψύχραιμη:

 

«Μόλις μετά τό απόγευμα της 11ης Ιουνίου έγινε ευρύτερα γνωστή ή επίδοση τοϋ τελεσιγράφου. Νωρίς τό βράδυ παρατηρήθηκε κάποια ανησυ­χία σε περιορισμένη κλίμακα· γρήγορα συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος γύ­ρω άπό τα ανάκτορα και παρέμεινε εκεί όλη τή νύχτα, επιδιώκοντας να αποτρέψει την αποχώρηση τοϋ Κωνσταντίνου. Πάντως, σε γενικές γραμ­μές, ή κατάσταση παρέμεινε ήρεμη, και σημειώθηκαν ελάχιστες ταραχές. Οι αξιωματικοί τοϋ στρατού συμμορφώθηκαν γενικά με την παραίνεση του Κωνσταντίνου να μην επέμβουν. Λιγοστοί μόνο αξιωματικοί, μαζί μέ τούς Επιστράτους, αποπειράθηκαν νά προκαλέσουν αναταραχή —αλλά μάταια: δεν βρήκαν παρά χλιαρή απήχηση στο πλήθος. Επί δύο ήμερες, τα κατα­στήματα, οί τράπεζες και τά θέατρα παρέμειναν κλειστά στήν Αθήνα, και «η πόλη έδειχνε σαν να βουβάθηκε». Πληροφορίες ανέφεραν ότι οί καταστη­ματάρχες είχαν λάβει εντολή άπό τούς Έπιστράτους νά κλείσουν τά κατα­στήματα τους «εις έ’νδειξιν πένθους».96 Τό βράδυ της 12ης Ιουνίου, άφοϋ ό Κωνσταντίνος και ή οικογένεια του κατόρθωσαν νά εγκαταλείψουν τό ανά­κτορο και νά καταφύγουν στο θέρετρό τους στο Τατόι, τά συμμαχικά συν­τάγματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά χωρίς επεισόδια ορισμένες μονάδες προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις στά βόρεια της πόλης».

 

Η επαρχία όπου βρίσκεται και η μεγάλη δύναμη των βασιλικών υπάρχουν σποραδικές εντάσεις με κυριότερη τη στάση του επιλοχία Παρασκευόπουλου, ο οποίος εξεγείρεται με τους οπαδούς του, παρά το βασιλικό διάγγελμα και που καταστέλλεται στην Τρίπολη από τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Πάγκαλο. Οι έρευνες στην Αθήνα αποφέρουν σύμφωνα με τους βενιζελικούς 3.000 κρυμμένα τουφέκια , πέντε πολυβόλα, πολ­λά περίστροφα και λίγες χειροβομβίδες. Συνεχίζει ο Λεονταρίτης:

 

«Και στην επαρ­χία ή κατάσταση διατηρήθηκε γενικά ήρεμη, εκτός από κάποιες προσπά­θειες νά υποκινηθούν ταραχές στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Οι συμμαχικές αρχές πραγματοποίησαν στην Αθήνα κατ’ οίκον έρευνες, οί όποιες απέφεραν ώς τις 15 Ιουνίου περίπου 3.000 τουφέκια, πέντε πολυβόλα, πολ­λά περίστροφα και λίγες χειροβομβίδες. Συνολικά, μετά τήν αποβίβαση τών Συμμάχων στον Πειραιά δέν σημειώθηκαν παρά ελάχιστες μεμονω­μένες ταραχές και μερικές ασήμαντες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.

 

Σχε­δόν ταυτόχρονα μέ τήν εκθρόνιση τοϋ βασιλιά, θέλοντας νά κατευνάσει τήν κοινή γνώμη, ό Ζοννάρ διέταξε τήν άρση τοϋ αποκλεισμού, πού είχε κατα­ταλαιπωρήσει τον πληθυσμό, και υποσχέθηκε ότι σύντομα θά μοιράζονταν στους πολίτες ενα φορτίο σιτηρών και άλλα αγαθά. Έξ ονόματος τών Προ­στάτιδων Δυνάμεων εξέδωσε επίσης διακήρυξη μέ τήν οποία δεσμευόταν ότι οί Σύμμαχοι θά σέβονταν τήν εθνική κυριαρχία και τήν ενότητα της χώρας, θά αποκαθιστούσαν τό Σύνταγμα, τό όποίο εΐχε παραβιάσει κατάφωρα ό τέως βασιλιάς, ενώ δέν είχαν τήν πρόθεση νά υποχρεώσουν τήν Ελλάδα νά κηρύξει επιστράτευση. Μολαταύτα, δέν άργησε νά φανεί πώς γιά τούς επι­τελείς τοϋ φιλοβασιλικού στρατοπέδου δέν επρόκειτο νά τηρηθεί ή υπόσχεση τοϋ Ζοννάρ οτι οί συμμαχικές δυνάμεις δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα».

 

Την 1/14 Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος μαζί με τον διάδοχο Γεώργιο αναχωρούν  εξόριστοι για την Ελβετία με το πλοίο Σφακτηρία από τον Ωρωπό. Οι απλοί χωρικοί της υπαίθρου αποχαιρετούν τον βασιλιά με δάκρυα στα μάτια. Ο ultra βενιζελικός Γεώργιος Βεντήρης στο Η Ελλάς του 1910-1920 περιγράφει τη σκηνή όχι χωρίς κάποιον φθόνο για την ακράδαντη αφοσίωση των αγροτικών τάξεων στον θρόνο και στον Κωνσταντίνο πρωτευόντως: « Ο,τι εβάρυνεν επί της νέας περιόδου δεν ήσαν τα καμώματα των κοινωνικών και πολιτικών παρασίτων της αυλής. Ητο η λύπη, η αφοσίωσις, η κατάνυξις με τας οποίας προέπεμψαν ειλικρινώς τον Βασιλέα οι χωρικοί της Αττικής, οι ψαράδες του Καλάμου, οι ποιμένες, οι γυναίκες, τα παιδιά. Το φαινόμενον εμαρτύρει και πάλιν ότι ο κωνσταντινισμός προσέβαλεν, ως επιδημία, τα μεγάλα λαϊκά στρώματα της υπαίθρου Ελλάδος. Εκ τούτων θα ήρχετο αύριον ο κίνδυνος. Οι απλοϊκοί αλλά πολύτιμοι αυτοί Ελληνες ήσαν μέρος του ζωντανού πυρήνος του τόπου. Αντικατέστησαν “Του  αϊτού ο γιός” και ετραγουδούσαν εις την θέσιν του την νοσταλγόν θρηνωδία “Το βασιλιά μας πήραν σε μέρη μακρυνά, μα μέσα στην καρδιά μας θα ζη παντοτινά”. Όταν αυτοί άλλαξαν γνώμην ήτο πολύ αργά: πέντε χρόνια μετά την  προπομπήν του Ωρωπού η Σμύρνη εκηδεύετο εν τω μέσω των φλογών αλλ’ υπό τους ήχους του θριαμβευτικού εμβατηρίου του εν τω μεταξύ επανελθόντος βασιλέως Κωνσταντίνου».

 

Στην Αθήνα ο Ζοννάρ με την προτροπή των βενιζελικών δεν τηρεί την υπόσχεσή του και οι συμμαχικές δυνάμεις προβαίνουν από την πρώτη στιγμή σε διώξεις αντιφρονούντων βασιλικών.

 

Στον πρώτο κατάλογο περιλαμβάνονται πολλοί διαπρεπείς κει επικίνδυνοι για τη νέα κατάσταση αντιβενιζελικοί οι οποίοι αναχωρούν μετά από λίγες ημέρες από τη Σκάλα Κερατσινίου για την εκτός Ελλάδας εξορία μόνοι τους ή με   τις οικογένειές τους. Μεταξύ τους ο πρώην πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης, ο Γεώργ. Πεσμαζόγλου, ο επιφανής διπλωμάτης και συγγραφέας Ιων Δραγούμης, ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων Γεώργ. Μερκούρης, ο Σπυρ. Μερκούρης, ο Σταμ. Μερκούρης, ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης, ο συνταγματάρχης Ι. Μεταξάς, ο αντισυνταγματάρχης Τσόντος Βάρδας, ο Κ. Εσλιν, οι οπλαρχηγοί Ι. Καραβίτης, Γ. Μακρής, Ζέφυρος Δούκας, Στέργιος Μινόπουλος, ο Καραμανώλης. ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής, Ι. Ραφτάκτος, οι Τριανταφυλλάκος και Ι. Ράμμος έφεδροι αξιωματικοί, οι Αντώνιος Δούφας και Πύρρος. Γιαννόπουλος δημοσιογράφοι, Ι. Σαγιάς αξιωματικός, Αντώνιος Λιβιεράτος  Εισαγγελεύς, Ανδρέας Λιβιεράτος φοιτητής γιός του προηγουμένου κ.λπ.

 

Δεύτερος κατάλογος με εκατό ονόματα πολιτικών παραγόντων που εκτοπίζονται στα νησιά του Αιγαίου ή τίθενται υπό επιτήρηση παραδίδεται από τον ύπατο αρμοστή Ζοννάρ στον πρωθυπουργό Ζαΐμη ο οποίος κάνει δεκτές τις αξιώσεις του Γάλλου χωρίς επιφυλάξεις.

 

Στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι πρώην πρωθυπουργοί Στέφανος Σκουλούδης, Στέφανος Δραγούμης και Σπυρίδων Λάμπρος, πολιτικοί παράγοντες όπως οι Λ. Κανακάρης Ρούφος, Δημήτριος Καλλιμισιώτης, οι στρατηγοί Χατζόπουλος, Μπαΐρας, Κουμουνδούρος, οι ναύαρχοι Δούσμανης και Γούδας, οι συνταγματάρχες Στρατηγός και Εξαδάκτυλος καθώς και οι επιφανείς καθηγητές του Αθήνησι Παύλος Καρολίδης, Νεοκλής Καζάζης και Μιχαήλ Γερουλάνος (μαζί με τη Γερμανίδα σύζυγό του).

 

Η επάνοδος του Βενιζέλου

 

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι ραγδαίες. Η κυβέρνηση Ζαΐμη παραμένει στην εξουσία αφού θεωρείται χρήσιμη ως μεταβατική λύση. Ο ικανός Πελοποννήσιος, φίλος των Προστάτιδων Δυνάμεων τουλάχιστον από την εποχή της Αρμοστείας στην Κρήτη κατηγορείται από τους βενιζελικούς ότι ανέχεται την κωνστατνινική προπαγάνδα –πράγμα που δεν ισχύει. Επίσης κατηγορείται ότι επηρεάζει τον Ζονάρ και προς στιγμήν τον πείθει για το άσκοπο της έξοδου μιας αδύναμης Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Ο Βενιζέλος από τη Θεσσαλονίκη πληροφορείται για τις κινήσεις του Ζαΐμη από τον Ρέπουλη και γίνεται έξαλλος θεωρώντας ότι η επαμφοτερίζουσα πολιτική του Καλαβρυτινού είναι επικίνδυνη και μπορεί να αφήσει την Ελλάδα εκτός διανομής των κερδών μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου.

 

Στις 14/27 Ιουνίου ο Βενιζέλος φθάνει στην Αθήνα και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της ενωμένης πια Ελλάδας «επί ξένων λογχών» όπως θα πουν οι ορκισμένοι αντίπαλοί του.

 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συγκαλεί τη Βουλή της 31ης Μαΐου 1915, που αποκαλείται σκωπτικά η «Βουλή των Λαζάρων» καθώς οι εκλογές προβλέπει ότι δεν μπορούν να κερδηθούν από τον βενιζελικό στρατόπεδο. Η ενέργεια αυτή του Βενιζέλου υπήρξε πρωτοφανής στα κοινοβουλευτικά χρονικά και θεωρείται από τους οπαδούς του η μόνη ρεαλιστική διέξοδος που είχε ο Κρης πολιτικός εφόσον δεν ήθελε να κηρύξει δικτατορία. Ασφαλώς βέβαια πρόκειται για κοινοβουλευτική δικτατορία καθώς ως γνωστόν η Βουλή της 31ης Μαΐου 1915 υπήρξε μονόπλευρα βενιζελική. Οι διώξεις πολιτικών αντιπάλων, των αντιφρονούντων και η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού είναι η πρώτη προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης και των αξιωματικών της Εθνικής Αμύνης.

 

Όμως το μεγάλο πρόβλημα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση είναι το επισιτιστικό. Ο αποκλεισμός αίρεται και στο τελευταίο πεντάμηνο καθίσταται δυνατή η εισαγωγή 53.000 τόνων σίτου που ελάχιστα όμως ανακουφίζουν τον πληθυσμό καθώς παρατηρούνται φαινόμενα αισχροκέρδειας και μαύρης αγοράς. Η επίσημη διαταγή άρσης του αποκλεισμού που υπογράφεται από τον αντιναύαρχο Γκοσέ αναφέρει: «Ημείς Γκωσσέ αντιναύαρχος αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου δηλούμεν ότι από της 16ης Ιουνίου (3 Ιουνίου π.ημ.) αίρεται ο αποκλεισμός της Ελλάδος ο ανακοινωθείς δια της δηλώσεως της 7ης Δεκεμβρίου 1916 και εκτεινόμενος εις τα παράλια της Ελλάδος από σημείου κειμένου 38’26 βορείου πλάτους και 20’ 26’ ανατολικού μήκους του Γκρήνουιτς μέχρι σημείου κειμένου 38’60 βορείου πλάτους και 22’50’ ανατολικού μήκους του Γκρήνουιτς καθώς και εις τα νήσους τα εξαρτωμένας ή κατεχομένας νυν υπό των Βασιλικών Ελληνικών Αρχών».

 

Ο αποκλεισμός και οι συνέπειές του

 

Οι ιταλικές αντιρρήσεις που εκφράζει ο πρεσβευτής Μποσδάρι για την προώθηση των γαλλικών στρατευμάτων στην Κεντρική Ελλάδα κάμπτονται με την κατάληψη της Ηπείρου από τα ιταλικά στρατεύματα. Όμως στην Πρέβεζα βρίσκουν μπροστά τους το γαλλικό στρατό ο οποίος στο λιμάνι αυτό αναιρεί προσωρινά τις δύσκολα και αδέξια καλυπτόμενες  φιλοδοξίες των Ιταλών για μια πολιτική μεγάλης δύναμης στην Αδριατική και κυρίως στη Μικρά Ασία.  Η προώθηση των συμμαχικών στρατευμάτων προς τα νότια είναι εκείνη που τα φέρνει στη Λιβαδειά. Όπως σημειώνεται και παραπάνω η Βοιωτία υποφέρει ιδιαίτερα από τον αποκλεισμό. Δημοσιεύματα της εποχής κάνουν λόγο για υπερβολικές τιμές κρεάτων στη Θήβα τόσο που να αμφιβάλλει κανείς «αν πρόκειται περί κρέατος αρνίου ή φασιανού». Η αιτία των υψηλών τιμών αποδίδεται σε Αθηναίους ζωεμπόρους που συγκεντρώνουν όλο το παραγόμενο κρέας για την Αθήνα με αποτέλεσμα τα κρεοπωλεία να πωλούν ψάρια! Και στη Λιβαδειά και στη Θήβα συστήνονται Επιτροπές Επισιτισμού με επικεφαλής στη Λιβαδειά τον εισαγγελέα Ν. Παπαδάκη, ο οποίος υπήρξε από τους πρώτους διωκόμενους με τη νέα κατάσταση που επιβάλλουν οι βενιζελικοί. Στη Θήβα ο δικηγόρος Τιμ. Γκαβέας, ο Ι. Νικολέσης διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης και ο πρόεδρος της Τοπικής Επιτροπής Τροφίμων γυμνασιάρχης Ν. Στεργιόπουλος (ο οποίος διώχθηκε από τους βενιζελικούς επίσης μαζί με τον μητροπολίτη Θηβών) προσπαθούν να διασώσουν τον πληθυσμό από την πείνα, πότε συνεργαζόμενοι και πότε αντιδικούντες.

 

Ο εισαγγελέας Λαμίας Νικ. Γερακάρης, που συλλαμβάνεται από τον συμμαχικό στρατό μόλις αυτός εισέρχεται στη φθιωτική πρωτεύουσα τον Ιούνιο του 1917 αναφέρει μερικά από εκείνα που  γράφουν οι ξένοι συγγραφείς για τον αποκλεισμό:

 

«Ούτως ο αποκλεισμός ήρχισε να φέρη τα φοβερά αποτελέσματά του. Η έλλειψις τροφής προεκάλει επιδημίας. Γέροντες και παιδία υπέκυπτον εις μεγάλον αριθμόν, ιδίως βρέφητα οποία αι μητέρες των δεν ηδύναντο να θηλάσωσι».

και
«Αφ’ ετέρου, ο αποκλεισμός προεκάλει επικίνδυνον ανεργίαν και η καθημερινή μερίς του άρτου, όστις άλλως τε ήτο χειρίστης ποιότητος, κατήλθεν εις 60 δράμια. Τα μαγαζεία εκενούντο και από πελάτας και από εμπορεύματα. Οι ζώντες από την καθημερινήν εργασίαν των, έπεσαν εις μεγάλην αθλιότητα. Ετρέφοντο με σύκα, σταφίδα  και χαρούπια». (Κασμέν, «Η Αντάντ και η Ελλάς», τόμος 2ος)

Ο σερ Μπάζιλ Τόμσον που στα έτη 1916- 1920 ήταν αρχηγός της πανίσχυρης Ιντέλιτζενς Σέρβις στο βιβλίο του Οι Μυστικές Υπηρεσίες της Αντάντ στην Ελλάδα αναφέρει:

 

«Ο πληθυσμός ετρέφετο με σύκα και σταφίδες. Τα αποθέματα τροφίμων εξηντλήθησαν. Άλευρα ήσαν απολύτως δυσεύρετα. Οι κάτοικοι ηναγκάσθησαν να τραπώσι προς τροφάς ανθυγιεινές, αίτινες προεκάλουν πολυαρίθμους δηλητηριάσεις. Η εντερίτις κατέστη ενδημική, κυρίως εις τας Ιονίους νήσους. Εις την  Κεφαλληνίαν και εις Ζάκυνθον οι μαύροι οι κατέχοντες τας νήσους, κατέσχεσαν όλα τα αποθέματα, τα οποία δεν ήσαν πολλά. Η ναυπλοία και η βιομηχανία εσταμάτησαν. Η ανεργία καθίστατο από ημέρας εις ημέραν απειλητικωτέρα. Εις τας μεγάλας πόλεις ανεκουφίζετο η αθλιότης με δημόσια συσσίτια, αλλά εις τας νήσους τούτο ήτο αδύνατον. Πράκτορες των συμμάχων υπέσχοντο φορτία σίτου εις τους πεινώντας κατοίκους, υπό τον όρον να προσχωρήσωσιν εις την επανάστασιν του Βενιζέλου, αλλά ούτοι ετήρησαν την πίστιν των εις τον Βασιλέα. Ο Βενιζέλος κατέστη μισητός».

 

Και παρακάτω:

 

«Αφού η τροφή εσπάνιζεν οι κάτοικοι ετρέποντο εις την αλιείαν. Αλλά εχρειάζετο κάποιο θάρρος εις τους αλιείς να εξέλθωσι εις την θάλασσαν, διότι οι λέμβοι των συνελαμβάνοντο υπό των συμμαχικών πλοίων ή και εβυθίζοντο πυροβολούμεναι. Τους έλεγον «διώξατε τον Βασιλέα σας και σας αφίνουμε ησύχους».

 

Τεράστιες είναι οι ζημίες του κράτους από τον αποκλεισμό. Σύμφωνα πάντα με τον Τόμσον η απομόνωση ήταν πλήρης και καταστροφική:

 

«Αι ηθικαί ζημίαι του αποκλεισμού ήσαν ακόμη μεγαλύτεραι. Η χώρα απεμονώθη τελείως από τον επίλοιπον κόσμον. Όλαι αι ταχυδρομικαί συγκοινωνίαι διεκόπησαν. Η ιδιωτική αλληλογραφία, ιδίως η προερχομένη από ουδετέρας χώρας, όταν δεν εκρατείτο ή δεν κατεστρέφετο, επεστρέφετο εις τους αποστολείς. Η επίσημος αλληλογραφία υφίστατο τα ίδια. Έγγραφα και τηλεγραφήματα των πρέσβεων της Ελλάδος εις το εξωτερικόν κατεστρέφοντο ή εκρατούντο  επ’ αόριστον χρόνον».

 

Κατάληψη της Κεντρικής Ελλάδας

 

Αυτή είναι η κατάσταση στην λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα και η σοδειά της Θεσσαλίας αποτελεί την ελπίδα του πληθυσμού για μια βελτίωση των επισιτιστικών συνθηκών. Η κατάληψη της Θεσσαλίας, του σιτοβολώνα της Ελλάδας, είναι η βασική αφορμή που προβάλλεται για την κατάληψη ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τα στρατεύματα της Αντάντ καθώς το κράτος της Θεσσαλονίκης απαιτεί το μερίδιό του. Προβάλλοντας αυτή την απαίτηση τα γαλλικά στρατεύματα εισβάλλουν στη Θεσσαλία την ημέρα της παράδοσης του συμμαχικού τελεσιγράφου στον Κωνσταντίνο και καταλαμβάνουν τη Λάρισα στις 30 Μαΐου 1917. Η προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων δεν είναι ούτε ανώδυνη ούτε αναίμακτη.

 

Τα συμμαχικά, γαλλική μεραρχία ενισχυμένη με 500 Βρετανούς, στρατεύματα εισέρχονται στη Θεσσαλία με επικεφαλής τον στρατηγό Βενέλ από την Καλαμπάκα και από την οδό Τσαρίτσανης-Ελασσόνας. Στις 29 Μαΐου 1917 καταλαμβάνεται η Τσαρίτσανη και αμέσως συγκροτείται «Εκτελεστική Επιτροπή» βενιζελικών η οποία υπολογίζει τους προς εξορία βασιλικού σε 39/ Συλλαμβάνονται πρώτοι ο Χριστόφορος Ναούμ, δήμαρχος Τσαρίτσανης, ο Δημήτριος Καζάκης, τέως γερουσιαστής, Ιωάννης Αντωνιάδης, βουλευτής και ο πατέρας του, Δημήτριος Κιούκας, δάσκαλος, Θ. Ψύρρας, Θεόδωρος Χατζηκούλης, οι γιατροί Βασίλειος Ναούμ και Αθανάσιος Δημόπουλος, ο δικηγόρος Παυσανίας Διάφας και άλλοι. Ακολούθησε η κατάληψη της Ελασσόνας και εκείνη της Λάρισας, του κέντρου της θεσσαλικής πεδιάδας. Στη Λάρισα βρίσκεται σε σκελετώδη κατάσταση ελληνική μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Μπαΐρα. Το πρωί της 30ής Μαΐου το γαλλικό ιππικό φθάνει στις πύλες της πόλης και ο  υποστράτηγος Μπαΐρας σπεύδει στην υποδοχή του στρατηγού Βενέλ. Ο Γάλλος στρατιωτικός συλλαμβάνει τον Μπαΐρα και ολόκληρο το επιτελείο και ανακοινώνει ότι δεν θα διστάσει να βομβαρδίσει την πόλη στην περίπτωση οποιασδήποτε αντίστασης. Οι Γάλλοι εισέρχονται στη Λάρισα και προβαίνουν στον αφοπλισμό των Ελλήνων όμως η εμπλοκή παρουσιάζεται στο Ι/38 Σύνταγμα Ευζώνων. Οι Γάλλοι απαιτούν την παράδοση εκτός όλων των όπλων και των ξιφών των Ελλήνων αξιωματικών. Οι Ελληνες θεωρούν τον όρο ατιμωτικό και με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Αθανάσιο Φράγκο τρέπονται προς νότο με σκοπό να περάσουν στη Στερεά. Το γαλλικό ιππικό που αποτελείται από Μαροκινούς Σπαχήδες καταδιώκει τους Ελληνες Ευζώνους, τους προλαβαίνει και στην ένοπλη σύγκρουση υπάρχουν μεγάλες απώλειες: 59 Ελληνες νεκροί και τραυματίες, 2 Γάλλοι αξιωματικοί και 7 στρατιώτες. Οι Γάλλοι συλλαμβάνουν 49 αξιωματικούς και 269 οπλίτες. Οι αξιωματικοί φυλακίζονται στον Βόλο και οι οπλίτες υποχρεώνονται να εργαστούν σε έργα οδοποιίας στο Λιτόχωρο.

 

Ο υποστράτηγος ε.α. Χρήστος Βήττος σε άρθρο του σχετικά με τα γεγονότα της εισόδου του γαλλικού στρατού στη Λάρισα αναφέρει ότι πληροφορήθηκε από τον στρατηγό Ιωάννη Κακουδάκη πως σε κάποιο από τα Πολεμικά Μουσεία του Παρισιού υπήρχε σε περίοπτη θέση η σημαία του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων. Οι Γάλλοι στο ενημερωτικό φυλλάδιο χαρακτήριζαν τη σημαία ως το πολυτιμότερο λάφυρο των Μαροκινών Σπαχήδων της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής. Η ΔΙΣ/ΓΕΣ προέβη σε ενέργειες προκειμένου να επιστραφεί στην Ελλάδα η σημαία του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων ισχυριζόμενοι ότι η αντίσταση του δεν ήταν παρά μεμονωμένο περιστατικό όμως οι Γάλλοι αρνήθηκαν.

 

Και στη Λάρισα τα γαλλικά στρατεύματα συλλαμβάνουν και εκτοπίζουν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτικούς  αντιπάλους των βενιζελικών, με την υπόδειξη των βενιζελικών.

 

Μεταξύ των συλληφθέντων που οδηγούνται πρώτα στις φυλακές Θεσσαλονίκης και κατόπιν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων της Μυτιλήνης είναι στη Λάρισα οι Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος πρόεδρος Εφετών, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος Εφέτης. Νικόλαος Κρίτσας νομάρχης, Γεώργιος Γρίβας και Αθανάσιος Φράγκος συνταγματάρχες, Μαρίνος Μαρινάκης. Στέργιος Κόκκαλης, Ευστάθιος Ιατρίδης, Θ. Ιατρόπουλος, Δημ. Πιπινόπουλος, Αχιλλέας Τσίμας γιατρός, Αγαμέμνων Σλήμαν, Ηλίας Μπασδέκης, Νικόλαος Φίλιος και οι τρεις βουλευτές κ.λπ. Με συλλήψεις αντιβενιζελικών και με την επίσκεψη του ίδιου του στρατηγού Σαράιγ ολοκληρώνεται η κατάληψη της Θεσσαλίας. Ο Βόλος και τα Τρίκαλα περιέρχονται σε αυτή τη ιδιότυπη κατοχή –στα τελευταία συλλαμβάνονται ο δήμαρχος της πόλης και ο βουλευτής Τερτίπης.

 

Τα συμμαχικά στρατεύματα κατέρχονται προς τη Λαμία και αφού σταθούν στον Δομοκό για να ταΐσουν τα άλογά τους μπαίνουν στη φθιωτική πρωτεύουσα και αμέσως προχωρούν σε συλλήψεις: Νικόλαος Βελέντζας και Ηλίας Μπέσιος δικηγόροι, Νικόλαος και Κωνσταντίνος Μαυροειδής. Δημήτριος Κοκκαλάκης, Αθανάσιος Παπαλεξόπουλος, Σταύρος Βελόπουλος, Παύλος Σκούτης  και άλλοι τότε και αργότερα παίρνουν τον δρόμο για τις φυλακές ή για τα στρατόπεδα αιχμαλώτων στη Μυτιλήνη και το Ζεϊντλίκ.

 

Μετά τη Λαμία που καταλαμβάνεται στις  11 Ιουνίου 1917 τα γαλλικά στρατεύματα προχωρούν στο Λιανοκλάδι όπου οι αξιωματικοί παρέχουν διαβεβαιώσεις στους κατοίκους πως πολύ σύντομα θα επαναληφθούν τα δρομολόγια του Λαρισαϊκού Σιδηροδρόμου που έχουν διακοπεί.

 

Εξάλλου στην Αθήνα  μεταξύ άλλων έχει επιβληθεί λογοκρισία και πλέον οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. Σίγουρα μετά την κατάληψη της Λαμίας τα συμμαχικά στρατεύματα επεκτείνονται στον Μπράλο στις 13 Ιουνίου και στην Ιτέα στις 16 Ιουνίου 1917 απ’ όπου ελέγχουν τον Κορινθιακό Κόλπο. Ενδεικτικό του κλίματος με τις διώξεις αντιφρονούντων που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία είναι ότι οι κάτοικοι της Αμφισσας μαθαίνοντας τη συμπεριφορά των Συμμάχων είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πόλη στην φήμη ότι επίκειται είσοδος των στρατευμάτων της Αντάντ και θα παραμείνουν μόνο λαμβάνοντας διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους.

 

Η κατάληψη της γραμμής Ιτέας-Μπράλου αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα για το μακεδονικό μέτωπο αφού ατελείωτα κομβόι στρατιωτικών οχημάτων μεταφέρουν από εκεί πλέον τον στρατό στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή από την Ιταλία και το λιμάνι του Τάραντα στην Ιτέα με μεταγωγικό μετά Ιτέα-Μπράλος με όχημα και Μπράλος- Θεσσαλονίκη με το τρένο. Οι Σύμμαχοι γλιτώνουν έτσι σημαντικό χρόνο στη μεταφορά και κυρίως αποφεύγουν κατά μεγάλο μέρος τον αδυσώπητο υποβρυχιακό πόλεμο που έχει κηρύξει η Γερμανία. Στον Μπράλο υπάρχει βρετανικό νεκροταφείο (φωτό), από το βρετανικό στρατιωτικό νοσοκομείο που έδρευε εκεί  στον ΑΠΠ’ (για την ακρίβεια υπήρχε Stationary Hospital) που θυμίζει στους επισκέπτες την επική εκστρατεία της Στρατιάς της Ανατολής αλλά και τις περιπέτειες των λαών, του βρετανικού συμπεριλαμβανόμενου… Η γραμμή Ιτέας-Μπράλου παραμένει σε λειτουργία καθόλη την διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και φυσικά φυλάσσεται από στρατιωτικό τμήμα του συμμαχικού στρατού. Από την υπόλοιπη Στερεά οι Σύμμαχοι και καθώς ο καθεστώς Βενιζέλου παγιώνεται χωρίς μεγάλες και κυρίως οργανωμένες αναταράξεις αποσύρονται σταδιακά αφήνοντας τον έλεγχο στους Ελληνες μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1917.

 

Πηγές

 

Γεωργίου Ρούσσου, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Εθνους

Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους
Γεωργίου Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920, Ικαρος
Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Η Δόξα και Ο Διχασμός. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
Γεωργίου Β. Λεονταρίτη, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, ΜΙΕΤ
Νικ. Γερακάρη, Σελίδες εκ της Συγχρόνου Ιστορίας
Μπάζιλ Τόμσον, Οι Μυστικές Υπηρεσίες της Αντάντ στην Ελλάδα
ΔΙΣ/ΓΕΣ, Η Ελλάς και ο Πόλεμος στα Βαλκάνια
Περιοδικό Πυροβολητής Τεύχος 26 Αρθρο Υποστρατήγου ε.α. Χρήστου Δ. Βήττου: Τα Εκτροπα του Γαλλικού Στρατού την περίοδο του Εθνικού Διχασμού

 

Η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γάλλους επηρέασε και με άλλους τρόπους τη Λιβαδειά. Μοναδικός θετικός ήταν η φωτογραφική αποτύπωση της γραφικής πόλης από δύο Γάλλους φωτογράφους της Στρατιάς της Ανατολής, τον με τον στρατιωτικό κωδικό Κ και τον Opérateur T ; Dubray. Τις ωραίες φωτογραφίες που αποτελούν ασφαλώς έναν πολύτιμο αρχείο με χιλιάδες πληροφορίες για τη ζωή της Λιβαδειάς πριν από ένα αιώνα δημοσιεύω παρακάτω. 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μετάβαση στο περιεχόμενο